ἐπιτίμημα
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
English (LSJ)
ατος, τό,
A legal penalty, IG12.75, 11(2).199A65 (Delos, iii B.C.), etc. 2 censure, criticism, Arist.Po.1461b22 (pl.), Plu.2.1110e (pl.).
German (Pape)
[Seite 993] τό, das Vorgeworfene, Vorwurf, Beschuldigung, Arist. poet. 25; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτίμημα: τό, τίμημα, ποινή, Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 15. 2) ἐπιτίμησις, ἔλεγχος, ψόγος, Ἀριστ. Ποιητ. 25, 32, Πλούτ. 2. 1110Ε.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
blâme, censure.
Étymologie: ἐπιτιμάω.