διαρρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαρρήγνῡμι Medium diacritics: διαρρήγνυμι Low diacritics: διαρρήγνυμι Capitals: ΔΙΑΡΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: diarrḗgnymi Transliteration B: diarrēgnymi Transliteration C: diarrignymi Beta Code: diarrh/gnumi

English (LSJ)

   A break through, Hom. only in Med., διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Il.12.308; διαρρήξασα χαλινόν having broken the bridle asunder, Thgn.259; μόγις ἂν . . διαρρήξειας [τὴν κεφαλήν] Hdt.3.12; πλευρὰν διαρρήξαντα . . φασγάνῳ having cloven it, S.Aj.834; δ. τὰς χορδάς Pl.Phd.86a:—Pass., burst, as with eating, X.Cyr.8.2.21, Anaxil.25, Phoenicid.3, etc.; δ. μυρίων ἀγαθῶν Men.10D.; with passion, διαρραγήσομαι Ar.Eq.340; ὑπὸ φθόνου Luc.Tim.40; οὐδ' ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος D.18.21, cf. 87; διαρραγείης, as a curse, 'split you!' Ar.Av.2, etc.: pf. διέρρωγα to be broken or torn, διερρωγυιῶν τῶν χορδῶν Pl.Phd. l. c.; ἀκεσαμένη τὸ διερρωγός Arist.HA623a18; ὑπόδημα δ. Plu.2.82b: later pf. part. Pass. διερρηγμένος Jul.Or.2.64c.

Greek (Liddell-Scott)

διαρρήγνῡμι: μέλλ. διαρρήξω· ― διασχίζω, διασπῶ, Ὅμ. μόνον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, διά τε ῥήξασθαι ἐπάλξεις Ἰλ. Μ. 308· διαρρήξασα χαλινὸν Θέογν. 259· μόγις ἂν… διαρρήξειας [τὴν κεφαλὴν] Ἡρόδ. 3. 12· πλευρὰν διαρρήξαντα… φασγάνω, διασχίσαντα, Σοφ. Αἴ. 834· δ. τὰς χορδὰς Πλάτ. Φαίδωνι 86Α· ― μεταγεν. διαρρήσσω, Βαβρ. 38. 7.― Παθ., διασχίζομαι, «σκάνω», κατὰ διαφόρους τρόπους, οἷον ἐκ πολυφαγίας, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 21, Ἀναξίλ. Πλουσ. 1, κτλ.· ἐξ ὀργῆς, διαρραγήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 340· οὐδ’ ἂν σὺ διαρραγῇς ψευδόμενος Δημ. 232. 12, πρβλ. 254. 19· διαρραγείης, ὡς κατάρα : «νὰ σκάσῃς», Ἀριστοφ. Ὄρν. 2, κτλ. ― πρκμ. διέρρωγα, ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Πλάτ. Φαίδωνι ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 39, 4.

French (Bailly abrégé)

f. διαρρήξω, ao. διέρρηξα, pf. διέρρωγα;
1 mettre en pièces, faire éclater : διερρωγυῖαι χορδαί PLAT cordes brisées ; διερρωγὼς χιτών PLUT tunique crevée ; • au Pass. (ao.2 διερράγην) être mis en pièces ; se rompre, éclater ; fig. éclater ou crever (d’avoir trop mangé) ; éclater (de colère, de jalousie, etc.) ; διαρραγείης AR puisses-tu crever;
2 briser en perçant : πλευρὰν δ. φασγάνῳ SOPH percer le flanc d’un glaive.
Étymologie: διά, ῥήγνυμι.