προσυπολαμβάνω

From LSJ
Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (35)

τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυπολαμβάνω Medium diacritics: προσυπολαμβάνω Low diacritics: προσυπολαμβάνω Capitals: ΠΡΟΣΥΠΟΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: prosypolambánō Transliteration B: prosypolambanō Transliteration C: prosypolamvano Beta Code: prosupolamba/nw

English (LSJ)

   A suppose besides, Arist.Cael.308a27; imply, import in addition, Phld.Mus.p.74 K. (Pass.), f.l. for προϋπ- in D.H.Th.35.

German (Pape)

[Seite 785] (s. λαμβάνω), noch dazu annehmen, Arist. de coel. 4.

Greek (Liddell-Scott)

προσυπολαμβάνω: ὑπολαμβάνω προσέτι, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 1, 6, Διον. Ἁλ.

Greek Monolingual

Α
1. υποθέτω κάτι επί πλέον
2. συνεπάγομαι κάτι ακόμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὑπολαμβάνω «θεωρώ, υποθέτω»].