μηλοκόμος

From LSJ
Revision as of 07:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοκόμος Medium diacritics: μηλοκόμος Low diacritics: μηλοκόμος Capitals: ΜΗΛΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: mēlokómos Transliteration B: mēlokomos Transliteration C: milokomos Beta Code: mhloko/mos

English (LSJ)

Dor. μᾱλ-, ον,

   A sheep-protecting, βόαυλα Hymn.Is.164.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe pflegend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοκόμος: -ον, ὁ προστατεύων τὰ πρόβατα, βόαυλα, Ἑλλην. Ἐπιγράμμ. 1028. 74.

Greek Monolingual

μηλοκόμος, δωρ. τ. μαλοκόμος, -ον (Α)
αυτός που εκτρέφει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήλον (ΙΙ) «πρόβατο» + -κομος (< κομῶ «ασχολούμαι, φροντίζω»), πρβλ. γηρο-κόμος, ιππο-κόμος].