τραγορίγανος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρᾰγορίγᾰνος Medium diacritics: τραγορίγανος Low diacritics: τραγορίγανος Capitals: ΤΡΑΓΟΡΙΓΑΝΟΣ
Transliteration A: tragoríganos Transliteration B: tragoriganos Transliteration C: tragoriganos Beta Code: tragori/ganos

English (LSJ)

[ῑ], ἡ,

   A goat's marjoram, Thymus Teucrioides, Nic. Al.310, Cels.5.11, Dsc.3.30, Gal.12.91: also neut. τραγορίγανον, Ps.-Dsc.3.30, Cels.3.21.7, Plin.HN20.176:—τρᾰγορῑγᾰνίτης [ῑτ] οἶνος wine

   A flavoured therewith, Dsc.5.45.    II τ. πλατύφυλλος organy, Origanum heracleoticum, Id.3.30, Plin. HN20.177.    2 τ. λεπτόφυλλος rock savory, Micromeria Juliana, Dsc. l. c., Plin. l. c.

Greek (Liddell-Scott)

τρᾰγορίγανος: [ῐ], ἡ, εἶδος ὀριγάνου, Νικ. 310, Γαλην.· ὡσαύτως ἀρσεν., Διοσκ. 3. 35, Κέλσ.· ὡσαύτως οὐδ. τραγορίγανον, Γαλην. τ. 14, σ. 450, 14, Πλίν. 20, 17.

Greek Monolingual

η, ο, ΝΑ, και τραγορίγανον, τὸ, Α
είδος του φυτού ορίγανο, η θύμβρα, κν. θρουμπί
αρχ.
φρ. α) «τραγορίγανος πλατύφυλλος» — είδος ρίγανης
β) «τραγορίγανος λεπτοφυλλος» — το θρουμπί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + ὀρίγανος / ὀρίγανον.