προσεκμαίνομαι

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ὥσπερ οἱ ἐρωτικοὶ ἀπὸ τῶν ἐν αἰσθήσει καλῶν ὁδῷ προϊόντες ἐπ' αὐτὴν καταντῶσι τὴν μίαν τῶν καλῶν πάντων καὶ νοητῶν ἀρχήν → Just as lovers systematically leave behind what is fair to sensation and attain the one true source of all that is fair and intelligible

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσεκμαίνομαι Medium diacritics: προσεκμαίνομαι Low diacritics: προσεκμαίνομαι Capitals: ΠΡΟΣΕΚΜΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: prosekmaínomai Transliteration B: prosekmainomai Transliteration C: prosekmainomai Beta Code: prosekmai/nomai

English (LSJ)

Pass.,

   A become demented besides, π. τὴν γνώμην Aret.CA2.11.

German (Pape)

[Seite 758] pass., noch dazu heftig in Wuth gerathen, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

προσεκμαίνομαι: Παθ., μαίνομαι προσέτι, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 11.

Greek Monolingual

Α
γίνομαι πιο μανιώδης («προσεκμαίνονται τὴν γνώμην», Αρετ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐκμαίνομαι «παραφέρομαι, έχω μανία εναντίον κάποιου»].