σύριχος
Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst
German (Pape)
[Seite 1040] ὁ, = ὑῤῥίσκος, Alexis bei Ath. III, 76 d, zw.
Greek (Liddell-Scott)
σύρῐχος: ὁ, ἴδε ὑριχός.
Greek Monolingual
και ὑριχός και ὕρισχος, ὁ, Α
συρίσκος (Ι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται για λ. του καθημερινού λεξιλογίου όπως φανερώνει η ποικιλία μορφών που παρουσιάζουν οι συγγενείς τ. (πρβλ. συρίσκος, σύρισσος, ὑρρίς, ὕρον), καθώς και η εναλλαγή τών επιθημάτων -ιχος και -ίσκος στους τ. σύριχος και συρίσκος. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και η ύπαρξη τύπων χωρίς αρκτικό σ-. Κατά μία άποψη, πρόκειται για δάνειες λ. με αρκτικό συ-, το οποίο στην Ελληνική αποδόθηκε με ὑ-, ενώ, κατ' άλλη άποψη, το αρκτικό ὑ- τών τ. προήλθε από τη, χαρακτηριστική σε ορισμένες διαλέκτους, αποβολή του αρκτικού σ-. Έχει διατυπωθεί επίσης η υπόθεση ότι πρόκειται για τ. πελασγικούς. Τέλος, και οι συνδέσεις με τους τ. ἄρριχος «κοφίνι από λυγαριά» και ῥίσκος «κιβώτιο» παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].