Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατάνη

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτάνη Medium diacritics: πατάνη Low diacritics: πατάνη Capitals: ΠΑΤΑΝΗ
Transliteration A: patánē Transliteration B: patanē Transliteration C: patani Beta Code: pata/nh

English (LSJ)

[τᾰ], ἡ, a kind of

   A flat dish, Sophr.13, cf. Poll. 10.107 :—also πάτᾰνον, τό, Id.6.90 (v.l.), Hsch. :—Dim. πᾰτάνιον, τό, Antiph.70, Eub.38,47 ; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, u. πάτανον, τό, auch sicil. βατάνη, flaches Geschirr, Schüssel, VLL. u. Ath. Nach Poll. 10, 107 bei Sophro = ἐκπέταλον λοπάδιον. Vgl. πάταχνον und πάτελλα, wie das lat. patina, patella.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάνη: [τᾰ], ἡ, εἶδος ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, εἶναι τὸ ὄνομα μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων βατάνη, -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πετάννυμι, πρβλ. πάταχνον, πάτελλα, Λατ. patina, pateila.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκ-άνη, χο-άνη, σκαπ-άνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. του πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, του σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].