ἀφετήριος

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφετήριος Medium diacritics: ἀφετήριος Low diacritics: αφετήριος Capitals: ΑΦΕΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: aphetḗrios Transliteration B: aphetērios Transliteration C: afetirios Beta Code: a)feth/rios

English (LSJ)

α, ον, (ἀφίημι)

   A for letting go, ἀ. ὄργανα engines for throwing stones, etc., J.BJ3.5.2, cf. 5.6.3.    2 ἀφετηρία (sc. γραμμή), ἡ, starting-point of a race, CIG2758iiiD7 (Aphrodisias), Sch.Ar.Eq.1156: hence ἀ. Διόσκουροι, whose statues adorned the race-course, Paus.3.14.7; ἀ. ἕρμα AP9.319 (Philox.): metaph., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν S.E.M.1.41; ἀ. ἡ ῥητορική Phld.Rh.1.223S.    3 ἀφετηρία· ἀρχή, ἡγεμονία, Hsch.    4 ἀφετήριον (sc. πλοίων), τό, outlet of a harbour, Str.11.2.4.    5 gate of a sluice, PLond.3.1177.291 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 409] 1) zum Loslassen, Abschießen, ὄργανα, Schleudermaschinen. Suid. – 2) zum Entlassen gehörig, Διόσκουροι, die an der ἀφετηρία, an den Schranken, standen, Paus. 3, 14; Ἑρμῆς ἀφετήριον ἕρμα Philox. ep. (IX, 319); τὸ ἀφετήριον, der Hafen, als Platz zum Auslaufen, Strab. XI p. 494.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφετήριος: -α, -ον, (ἀφίημι) κατάλληλος πρὸς τὸ ἐκρίπτειν τι, κτλ.· ἀφ. ὄργανα, μηχαναὶ πρὸς τὸ ἐκρίπτειν λίθους, κτλ. Ἰωσήπ. Ἱ. Πόλ. 3. 5, 2, πρβλ. 5. 6, 3. 2) ἀφετηρία (ἐνν. γραμμή), ἡ ὕσπληγξ, βαλβίς, ἄφεσις, δηλ. τὸ μέρος ὅθεν ἀφίενται οἱ σταδιοδρόμοι (Πολυδ. Γ΄, 147), Συλλ. Ἐπιγρ. 2758. ΙΙΙ. Δ. 7. Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 1156, πρβλ. Συνές. 161C: ― ἐντεῦθεν, ἀφ. Διόσκουροι, ὧν τὰ ἀγάλματα ἐκόσμουν τὸ στάδιον. Παυσ. 3. 14. 7, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 319: ― μεταφ., ἀφετήριον πρὸς μάθησιν Σεξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 41. 3) τὸ ἀφετήριον (ἐνν. πλοίων), ἡ ἔξοδος λιμένος, Στράβ. 494· πρβλ. ἀφετὸς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
I. qui sert à lancer (des projectiles);
II. qui concerne le lieu d’où les chars ou les chevaux s’élancent dans la carrière ; p. suite qui préside à l’entrée de la carrière (ép. des Dioscures, dont les statues se trouvaient à l’entrée du stade) ; subst. ἡ ἀφετηρία (γραμμή) entrée de la carrière, ligne de départ ; τὸ ἀφετήριον lieu d’embarquement, port.
Étymologie: ἀφετήρ.