θρίσσα

From LSJ
Revision as of 07:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (17)

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρίσσα Medium diacritics: θρίσσα Low diacritics: θρίσσα Capitals: ΘΡΙΣΣΑ
Transliteration A: thríssa Transliteration B: thrissa Transliteration C: thrissa Beta Code: qri/ssa

English (LSJ)

Att. θρίττα, ἡ,

   A a fish,= τριχίας, Anaxandr.41.52, Ephipp. 12.5, Arist.HA621b16, PCair.Zen.40(iii B.C.), al., Gp.20.7.1: θρείσσα, BGU816.20 (iii A.D.): θρίσσος, ὁ, is v.l. in AP6.304 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1219] att. θρίττα, ἡ, ein Fisch, = τριχίς; Arist. H. A. 9, 37; Ath. VII, 328 e; Ep. ad. (X, 9).

Greek (Liddell-Scott)

θρίσσα: Ἀττ. θρίττα, ἡ, κοινῶς «φρίσσα», κατὰ τροπὴν τοῦ θ εἰς φ, ὡς τὸ φηκάριον ἀντὶ θηκάριον κτλ. (ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτην σ. 206), Ἀναξανδρ. ἐν Πρωτ. 1. 52, Ἔφιππ. ἐν Κύδ. 1. 5, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 37, 16.

Greek Monolingual

και φρίσσα, η (ΑΜ θρίσσα Α και αττ. τύπος θρίττα και θρείσσα)
είδος σαρδέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θριχ-ψα < θριξ, τριχός. Πρόκειται για την πιο αρχαία και πιο διαδεδομένη λ. της οικογένειας. Δηλώνει ένα είδος ψαριού, το οποίο ονομάστηκε έτσι επειδή τα κόκαλα του είναι πολύ λεπτά, σαν τρίχες].