ὀνοματώδης

From LSJ
Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομᾰτώδης Medium diacritics: ὀνοματώδης Low diacritics: ονοματώδης Capitals: ΟΝΟΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: onomatṓdēs Transliteration B: onomatōdēs Transliteration C: onomatodis Beta Code: o)nomatw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A of the nature of a name: λόγος ὀ. a nominal definition, Arist.AP0.93b31.

German (Pape)

[Seite 349] ες, namenartig, substantivisch, Arist. an. post. 2, 10 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομᾰτώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς ὄνομα, λόγος ὀνοματώδης, ὁρισμὸς ὀνοματικός, Ἀριστ. Ἀναλ. Ὕστ. 2. 10, 2.

Greek Monolingual

-ες (Α ὀνοματώδης, -ῶδες) όνομα
1. ο κατά το είδος, κατά τη μορφή του ονόματος, της λέξης
2. φρ. «ὀνοματώδης ὁρισμός» — ορισμός που απορρέει από την ετυμολογική μόνον υφή της λέξης, επομένως ατελής, διότι δεν περιέχει το ουσιώδες περιεχόμενο της αντίστοιχης έννοιας, λ.χ. μεγαλοψυχία σημαίνει το να έχει κανείς μεγάλη ψυχή
αρχ.
αυτός που είναι όμοιος με όνομα, ονοματικός.