δημώδης
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ες,
A popular: μουσική, σωφροσύνη, in the popular sense, Pl.Phd.61a, Lg.710a; ἀρεταὶ καὶ κακίαι Phld.Rh. 1.217 S.; hackneyed, κοινὰ καὶ δ. ὀνόματα Longin.40.2; στιχίδια Plu. Per.30, cf. Ael.VH3.3; λόγος ib.3.45; τὸ δ. πλῆθος, of civilians, opp. στρατιωτικοί, Hdn.1.4.8, cf. 1.15.7; of a prostitute, common, AP7.345. Adv. -δῶς Apollon.Cit.1.
German (Pape)
[Seite 565] ες, 1) volksmäßig, gewöhnlich; μουσική, Plat. Phaed. 61 a; σωφροσύνη, Legg. IV, 710 a u. Sp.; von Personen, zum Volke gehörig, Sp.; auch = gemein, in sittlicher Beziehung, von einer Frau, Aeschrio (VII, 345); vgl. Heliod. 3, 3. – 2) allgemein bekannt, Plut. Sol. 8; στιχίδια, neben περιβόητος, Pericl. 30; u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δημώδης: -ες, (εἶδος) ὁ ἐκ τοῦ λαοῦ, εἰς τὸν λαὸν ἀρέσκων, μουσικὴ Πλάτ. Φαίδωνι 61Α· σωφροσύνη ὁ αὐτ. Νόμ. 710Α· στιχίδια Πλούτ. Περικλ. 30· λόγος Αἰλ. Π. Ἱστ.3. 45·-τὸ δ. πλῆθος, ὁ κοινότατος ὄχλος, Ἡρῳδιαν. 1. 4· ― ἐπὶ πόρνης, δημοσία, Ἀνθ. Π. 7. 345.― Ἐπίρρ. -δῶς, Ὠριγέν. κ. Κέλσου 2. 434.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 du peuple, vulgaire, commun;
2 public, connu de tous.
Étymologie: δῆμος, -ωδης.