θυμαρής

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμᾱρής Medium diacritics: θυμαρής Low diacritics: θυμαρής Capitals: ΘΥΜΑΡΗΣ
Transliteration A: thymarḗs Transliteration B: thymarēs Transliteration C: thymaris Beta Code: qumarh/s

English (LSJ)

ές, (θυμός, ἀραρίσκω)

   A suiting the heart, i.e. well-pleasing, delightful, ἄλοχον θυμαρέα Il. 9.336, Od.23.232; σκῆπτρον θ. ἔδωκεν 17.199: irreg. acc. θυμάρην ὄλβον IG14.433 (Tauromenium):—also θυμήρης, ες (on the accent v. Hdn.Gr.2.65, al.), Hom. only in neut. as Adv., θυμῆρες κεράσασα Od.10.362: as Adj., ἔπος A.R.1.705; ἑταῖραι Mosch.2.29: also in later Prose, Luc.Am.43, Hdn.8.5.9: Comp., LXXWi.3.14: Sup., Ph.2.36, Sch.Nic.Al.577, and in form θυμερέστατος (sic) BCH27.330 (Bithynia). Adv. -ήρως Heph.Astr.3.11.

German (Pape)

[Seite 1222] ές, = θυμήρης, dem Herzen wohlgefallend, lieb u. werth, nach den Schol. so im Accent unterschieden; ἄλοχος Il. 9, 336 Od. 23, 232; σκῆπτρον 17, 199.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμᾱρής: -ές, (ἴδε ἐν ἄρθρῳ -ήρης) ἁρμόζων εἰς τὴν καρδίαν, δηλ. εὐάρεστος, ἀγαπητός, εὐφρόσυνος, ἄλοχον θυμαρέα (τὸ τοῦ Ὁρατίου placens uxor) Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Ψ. 232· σκῆπτρον θυμαρὲς ἔδωκεν Ὀδ. Ρ. 199· - ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς Ἐπίρρ. ἐν τῷ τύπῳ θυμῆρες (ἴδε κεράννυμι Ι. 2), Ὀδ. Κ. 362. - Παρὰ μεταγενεστ. Ἐπικ. ἀναφαίνεται ὁ τύπος θυμήρης, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 705, Μόσχ., κλ.· ὡς καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Λουκ. Ἔρωσι 43, Ἡρῳδιαν. 8. 5. - Περὶ τῆς διαφορᾶς τοῦ τονισμοῦ θυμᾱρὴς καὶ θυμήρης, ἴδε Εὐστ. 754. 61., 1946. 35.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui charme le cœur, charmant, agréable.
Étymologie: θυμός, ἀραρίσκω.