θυμήρης
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
v. θυμαρής.
German (Pape)
[Seite 1223] ες, = θυμαρής, Od. 10, 361: auch Sp., wie Hdn. 8, 5, 23, φίλοι.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui réjouit, agréable ; θυμῆρες κεραννύναι OD faire un mélange agréable.
Étymologie: θυμός, ἀρέσκω.
Russian (Dvoretsky)
θῡμήρης: Hom. = θυμαρής.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμήρης: ἴδε θυμαρής.
Greek Monolingual
θυμήρης, -ες (ΑΜ)
θυμαρής
1. τερπνός, ευχάριστος, θελκτικός
2. (στον Όμ. μόνο το ουδ. ως επίρ.) φρ. «θυμήρες κεράσασα» — αφού ανακάτεψε το ζεστό νερό με κρύο, ώστε να το δέχομαι ευχάριστα, Ομ. Οδ.).
επίρρ...
θυμήρως (Α)
ευχάριστα, τερπνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυμαρής.
Greek Monotonic
θῡμήρης: βλ. θυμάρης.