κυμάτωσις

From LSJ
Revision as of 07:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτωσις Medium diacritics: κυμάτωσις Low diacritics: κυμάτωσις Capitals: ΚΥΜΑΤΩΣΙΣ
Transliteration A: kymátōsis Transliteration B: kymatōsis Transliteration C: kymatosis Beta Code: kuma/twsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A flow of the tide, Str.1.3.8; κλύδων καὶ κ. Ph.1.14: metaph., κυματώσεις καὶ στροφαί, of life, Id.Fr.63 H.

German (Pape)

[Seite 1530] ἡ, das Wogen, Fluthen; Strab. I, 53; Philo öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμάτωσις: -εως, ἡ, κύμανσις, σάλος κυμάτων, σφοδρὰ κυμάτωσις, ὑφ’ ἧς πάντες οἱ νεκροὶ ἀπεβράσθησαν Φίλων τ. 2, σ. 174, 25· κλύδωνι καὶ κυματώσει παρὰ τῷ αὐτῷ τ. 1. σ. 14, 23· παρὰ τῷ Στράβ. 53 φαίνεται ἡ λέξις ὡς σημαίνουσα κυματωγήν.

Greek Monolingual

κυμάτωσις, ἡ (Α) κυματώ
1. μεγάλος κυματισμός, κύμανση, σάλος κυμάτων
2. μτφ. διακυμάνσεις, ταραχές ή δυσκολίες της ζωής.