διαλλαγή
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
ἡ, (διαλλάσσω)
A interchange, ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ E.Supp.209. II change, δυναστειῶν, ἀρχόντων, D.C.47.5, 48.53; ἀριθμοῦ A.D.Synt.259.25: but esp. 2 change from enmity to friendship, reconciliation, Hdt.1.22, Is.7.44; Δ. personified, Ar.Ach.989: in pl., E.Ph.375, Ar.V.472, etc.; διαλλαγαὶ πρός τινα lsoc.4.94, cf. D.2.1. III difference, D.H.Isoc.11.
German (Pape)
[Seite 587] ἡ, Veränderung, Tausch; τῶν δυναστειῶν D. Cass. 47, 5, u. sonst Sp.; διαλλαγὰς ἔχειν τινί, Verkehr haben, Eur. Suppl. 221; gew. = A ussöhnung, Her. 1, 22; Plat. Conv. 213 d; Xen. Hell. 2, 2, 11; sonst im plur., den auch Thom. Mag. vorzieht, Friedensschluß, Bündniß, εἰρήνης ὑπὸ διαλλαγῶν γενομένης Plat. Legg I, 628 b; Ar. Av. 1531; αἱ πρός τινα δ., Isocr. 4, 94; Dem. 2, 1, u. öfter; vgl. 59, 47.
Greek (Liddell-Scott)
διαλλᾰγή: ἡ, (διαλλάσσω) ἀνταλλαγή, ὡς διαλλαγὰς ἔχοιμεν ἀλλήλοισιν ὧν πένοιτο γῆ Εὐρ. Ἰκέτ. 209. ΙΙ. μεταβολὴ ἰδίως ἀπὸ ἐχθρότητος, συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις, εἰρήνη, Ἡρόδ. 1. 22, Ἀριστοφ. Ἀχ. 989· κατὰ πληθ., Εὐρ. Φοιν. 375, Ἀριστοφ. Σφηξ. 472, κτλ.· διαλλαγαὶ πρός τινα Ἰσοκρ. 60Β· τὰς πρὸς ἐκεῖνον δ. Δημ. 18. 8· πρβλ. λυκοφίλιος. ΙΙΙ. διαφορά, Διον.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
réconciliation.
Étymologie: διαλλάσσω.