λυκοφίλιος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῠκοφίλιος Medium diacritics: λυκοφίλιος Low diacritics: λυκοφίλιος Capitals: ΛΥΚΟΦΙΛΙΟΣ
Transliteration A: lykophílios Transliteration B: lykophilios Transliteration C: lykofilios Beta Code: lukofi/lios

English (LSJ)

[φῐ], ον like wolf's friendship, διαλλαγαί Men.833. Adv. λυκοφιλίως Ael.Dion.Fr.251.

German (Pape)

von der Art der Wolfsfreundschaft, διαλλαγαί, Men. bei Eust. 809. – Auch adv., Phot. erkl. ὑπόπτως, ὑπούλως, aus Men.

Russian (Dvoretsky)

λῠκοφίλιος: (φῐ) похожий на волчью дружбу, перен. волчий, неверный (διαλλαγαί Men.).

Greek (Liddell-Scott)

λῠκοφίλιος: -ον, ὅμοιος τῇ φιλίᾳ λύκου, δόλιος, ὕπουλος, διαλλαγαὶ Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 203. Ἐπίρρ. -ίως, δολίως, ὑπούλως, Αἴλιος Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 809. 42.

Greek Monolingual

λυκοφίλιος, -ον (Α)
όμοιος με τη φιλία λύκου, δόλιος, ύπουλος («λυκοφίλιοι διαλλαγαί», Μέν.).
επίρρ...
λυκοφιλίως (Α)
δόλια, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + φίλιος (< φίλος)].