λυκοφίλιος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
English (LSJ)
[φῐ], ον like wolf's friendship, διαλλαγαί Men.833. Adv. λυκοφιλίως Ael.Dion.Fr.251.
German (Pape)
von der Art der Wolfsfreundschaft, διαλλαγαί, Men. bei Eust. 809. – Auch adv., Phot. erkl. ὑπόπτως, ὑπούλως, aus Men.
Russian (Dvoretsky)
λῠκοφίλιος: (φῐ) похожий на волчью дружбу, перен. волчий, неверный (διαλλαγαί Men.).
Greek (Liddell-Scott)
λῠκοφίλιος: -ον, ὅμοιος τῇ φιλίᾳ λύκου, δόλιος, ὕπουλος, διαλλαγαὶ Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 203. Ἐπίρρ. -ίως, δολίως, ὑπούλως, Αἴλιος Διονύσ. παρ’ Εὐστ. 809. 42.
Greek Monolingual
λυκοφίλιος, -ον (Α)
όμοιος με τη φιλία λύκου, δόλιος, ύπουλος («λυκοφίλιοι διαλλαγαί», Μέν.).
επίρρ...
λυκοφιλίως (Α)
δόλια, ύπουλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύκος + φίλιος (< φίλος)].