σωφρονικός

From LSJ
Revision as of 20:03, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωφρονικός Medium diacritics: σωφρονικός Low diacritics: σωφρονικός Capitals: ΣΩΦΡΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: sōphronikós Transliteration B: sōphronikos Transliteration C: sofronikos Beta Code: swfroniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A naturally temperate, self-controlled, of persons, X.Mem.1.3.9, Arist.Rh.1390a14, EN1144b5, etc.; οἱ βουλόμενοι σ. εἶναι (ironically) Stoic.1.100; σ. τὴν ἀναβολήν Luc.Tim.54. Adv. -κῶς Ar.Eq.545, Sor.1.33: Comp. -ώτερον Ath.10.426c.    2 of things, Pl.Plt.307a; σεμνότης Plb. 22.20.2, etc.; σωφρονικωτέρα τροφή Muson.Fr.18Bp.104 H.; τὸ σ. X.Mem.3.10.5, cf. Metrod.Herc.831.15; τὰ σ. καὶ ἀνδρεῖα Phld.Mus. p.50 K.

German (Pape)

[Seite 1062] ή, όν, von Natur besonnen, mäßig, enthaltsam, der gewöhnlich besonnen, mäßig, enthaltsam ist; Plat. Polit. 307 a; Xen. Mem. 1, 3, 9; Arist. eth. Nic. 6, 13 u. Sp., wie Pol. 23, 18, 2; adv., Ar. Equ. 543.

Greek (Liddell-Scott)

σωφρονικός: -ή, -όν, ὁ φύσει σώφρων, μέτριος, νηφάλιος, ἐπὶ προσώπων, Ξεν. Ἀπομν. 1, 3, 9, Ἀριστ. κλπ.· σ. τὴν ἀναβολὴν Λουκ. Τίμ. 54. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 545· συγκρ. -ώτερον, Ἀθήν. 426C. 2) ἐπὶ πραγμάτων, Πλάτ. Πολιτικ. 307Α· σεμνότης, ἔθος Πολύβ. 23. 18, 2, κλπ.· σωφρονικωτέρα τροφὴ Μουσών. παρὰ Στοβ. 167. 48 τὸ σωφρονικὸν (κοινῶς -ητικόν) Ξεν. Ἀπομν. 3. 10. 5.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la modération.
Étymologie: σώφρων.