ἵππουρις
ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδος → work is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (οὐρά) as fem. Adj.,
A horse-tailed, decked with a horse-tail, freq. in Hom. (esp. Il.), in nom. and acc. ἵππουρις, -ιν, κόρυς Il.6.495; τρυφάλεια 19.382; κυνέη Od. 22.124. II as Subst., horse-tail, Ael.NA16.21; Satyr's tail, Phryn.PSp.77B. 2 a water-plant, horse-tail, Equisetum silvaticum, Dsc.4.46, Ps.-Democr.inGp.2.6.27; also,= Equisetum maximum, Dsc.4.47. 3 a complaint in the groin, caused by constant riding, dub. in Hp.Epid.7.122.
German (Pape)
[Seite 1261] ιδος, ἡ, – 1) adj., mit einem Roßschweife, κυνέη Il. 3, 336, κόρυς 6, 495, τρυφάλεια 19, 382; nur nom. u. acc. ἵππουριν. – 2) subst., – a) der Roßschweif, Ael. H. A. 16, 21. – b) eine Wasserpflanze, mit Blättern od. Haaren wie ein Roßschweif, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἵππουρις: -ιδος, ἡ, (οὐρὰ) ὡς θηλ. ἐπίθ., κεκοσμημένος μὲ ἵππου οὐράν, συχνὸν παρ’ Ὁμ. (ἰδίως ἐν Ἰλ.) ὡς ἐπίθ. τῶν οὐσιαστικῶν: κόρυς, κυνέη, τρυφάλεια, ἀλλὰ μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. ἵππουρις, -ιν, Ὀδ. Χ. 124, Ἰλ. Γ. 337, Ζ. 495, Τ. 382, κτλ. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ἵππου οὐρά, Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· Σατύρου οὐρά, Α. Β. 44, 22. 2) ἔνυδρόν τι φυτόν, equisetum, «φύεται ἐν τόποις ἐφύδροις... καυλία ἔχει κενά, ὑπέρυθρα, ὑποτραχέα, στερεά, γόνασι διειλημμένα ἐμπεφυκόσιν εἰς ἄλληλα, περὶ δὲ αὐτὰ σχοινώδη φύλλα πυκνά, λεπτά· αὔξεται δὲ εἰς ὕψος ἀναβαίνουσα ἐπὶ τὰ παρακείμενα στελέχη, καὶ κατακρημνᾶται περικεχυμένη κόμαις πολλαῖς μελαίναις, καθάπερ ἵππου οὐρὰ» Διοσκ. 4. 46. 3) πάθος τι τοῦ μέρους ἔνθα χωρίζονται τὰ σκέλη προξενούμενον ἐκ τῆς συνεχοῦς ἱππασίας, ἀμφίβολ. λέξ. ἐν Ἱππ. 1240C.
French (Bailly abrégé)
ιδος ou εως ; acc. ιν;
1 adj. f. garnie d’une queue de cheval;
2 ἡ ἵππουρις queue de cheval.
Étymologie: ἵππος, οὐρά.