ζωόνυχον

From LSJ
Revision as of 07:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωόνῠχον Medium diacritics: ζωόνυχον Low diacritics: ζωόνυχον Capitals: ΖΩΟΝΥΧΟΝ
Transliteration A: zōónychon Transliteration B: zōonychon Transliteration C: zoonychon Beta Code: zwo/nuxon

English (LSJ)

τό, a name of the plant λεοντοπόδιον, Ps.-Dsc.4.133.

Greek Monolingual

ζῳόνυχον, το (Α)
το ποώδες φυτό λεοντοπόδιο(ν).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ουσιαστικοποιημένο ουδ. του αμάρτυρου επιθ. ζωόνυχος (< ζω(ο)- [II] + όνυξ, γεν. όνυχος). Το φυτό οφείλει την ονομασία του προφανώς στο σχήμα του (πρβλ. και την άλλη του ονομασία λεοντοπόδιον)].