κακίζω

From LSJ
Revision as of 19:55, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκίζω Medium diacritics: κακίζω Low diacritics: κακίζω Capitals: ΚΑΚΙΖΩ
Transliteration A: kakízō Transliteration B: kakizō Transliteration C: kakizo Beta Code: kaki/zw

English (LSJ)

(κακός)

   A abuse, reproach, τινα Hdt.3.145, D.34.2; κ. τινὰ ὅτι οὐκ . . Th.2.21; νουθετεῖν τε καὶ κ. Pl.R.560a; τὴν τύχην κ. D.18.306, cf. 21.73: abs., Epicur.Nat.28.12, 72 G.:—Pass., to be reproached, ὑπό τινος Th.1.105.    II make cowardly, E.IA1435:—Pass., play the coward, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Il.24.214; καὶ μὴ κακισθῇς E. Med.1246, cf. El.982, Pl.Mx.247c; κακιζόμενοι τύχῃ worsted by fortune alone, Th.5.75.

German (Pape)

[Seite 1298] schlecht machen, tadeln, schelten; λοιδορέων τε καὶ κακίζων μιν Her. 3, 145; ἐκάκιζον, ὅτι στρατηγὸς ὢν οὐκ ἐπεξάγοι Thuc. 2, 21; pass. geschmäht werden, 1, 105; πολλά τινα Plat. Phaedr. 254 c; καὶ νουθετεῖν Rep. VIII, 560 a; τὴν τύχην Dem. 18, 306; Sp. – Pass. sich schlecht zeigen, bes. feig handeln, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα, ἀλλὰ πρὸ Τρώων ἑσταότα Il. 24, 214; μὴ κακισθῇς, sei nicht feige, Eur. Med. 1246; οὐ μ ὴ κακισθεὶς εἰς ἀνανδρίαν πέσῃς El. 977; Plat. Menex. 247 c; τύχῃ κακιζόμενοι Thuc. 5, 75. – Adj. verb. κακιστέον, Eur. I. T. 105.

Greek (Liddell-Scott)

κακίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, (κακὸς) ὀνειδίζω, κατηγορῶ, τινα Ἡρόδ. 3. 145, Δημ. 907. 12· κακ. τινὰ ὅτι οὐκ... Θουκ. 2. 21· κακ. καὶ νουθετεῖν Πλάτ. Πολ. 560Α· τὴν τύχην κακ. Δημ. 327. 22, πρβλ. 538. 12: ― Παθ., ὀνειδίζομαι, κακολογοῦμαι, ὑπό τινος Θουκ. 1. 105. ΙΙ. κάμνω τινὰ δειλόν, Εὐρ. Ι.Α. 1435: ― Παθ., φέρομαι ὡς δειλός, οὔ ἑ κακιζόμενόν γε κατέκτα Ἰλ. Ω. 214· οὕτω, καὶ μὴ κακισθῇς Εὐρ. Μήδ. 1246, πρβλ. Ἠλ. 982, Πλάτ. Μενέξ. 247C· κακίζεσθαι τύχῃ, βλάπτεσθαι μόνον ὑπὸ τῆς τύχης, Θουκ. 5. 75.

French (Bailly abrégé)

1 adresser des reproches à qqn, accuser : τινα ὅτι blâmer qqn de ce que, adresser à qqn l’accusation que;
2 maltraiter : κακίζεσθαι τύχη THC être vaincu par la fortune;
3 rendre lâche, affaiblir le courage ou la résolution de, acc.;
Moy. κακίζομαι se conduire en lâche.
Étymologie: κακός.