ἡγεμών
English (LSJ)
Dor. ἁγ-, Aeol. ἀγίμων IG12(2).164 (Mytil.), al., όνος, ὁ; also ἡ, Pi.I.8(7).22, A.Supp.722, Aeschin.1.171, X.Oec. (infr. 11):—
A one who leads; and so, I in Od., guide, 10.505, 15.310, Hdt.5.14, S.Ant.1014, Pl.Men.97b; ἡγεμόνες γενέσθαι τινὶ τῆς ὁδοῦ Hdt.8.31, cf. E.Hec.281, X.Mem.1.3.4; ἡ. ποδὸς τυφλοῦ E.Ph.1616; ἡγεμόνες τοῦ πλοῦ Th.7.50; of a charioteer, S.OT804. 2 one who does a thing first, shows the way to others, τοῖς νεωτέροις ἡ. ἠθῶν χρηστῶν γίγνεσθαι Pl.Lg.670e; πατέρες τῆς σοφίας καὶ ἡ. Id.Ly.214a; πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε X.Cyr.1.5.12; τῆς εἰρήνης ἡ. D.18.24; [ἀχαριστία] ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡ. X.Cyr.1.2.7: abs., of choir-leaders, Mnemos.47.253 (Argos, ii/i B.C.). II in Il., leader, commander, chief, opp. λαοί, πληθύς, 2.365, 11.304: c. gen., ἡγεμόνες Δαναῶν, φυλάκων, etc., 2.487, 9.85, cf. Hdt.6.43, 7.62, al.; στρατηγὸς καὶ ἡ. τῶν 'Ελλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον ib.158; ἡ. τῶν πολέμων Id.9.33; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ [στρατηγῶν] Th.8.89; = λοχαγός, Arr.Tact. 5.6; ἡ. τῶν ἐν προχειρισμῷ PAmh.2.39 (ii B.C.); chief, sovereign, Pi.I. 8(7).22, etc.; ἡ. γῆς τῆσδε S.OT103, cf. OC289; πάντων . . καὶ αὐτοῦ βασιλέως ἡ. X.HG3.5.14; ἡ. συμμορίας D.21.157; of the queen-bee and queen-wasp, regarded by Arist. as males, Arist.HA553a25, 629a3 (but ἡ τῶν μελισσῶν ἡ. X.Oec.7.32, cf. 38); ὁ ἡ. τῶν προβάτων, of the bell-wether, Arist.HA573b24; τῶν βοῶν ib.575b1; νέμειν τὰ κρέα τοῦ ἡγεμόνος βοός SIG144.36 (Piraeus, iv B.C.), cf. X.HG6.4.29. b ἡ. χοροῦ leader of a chorus, Poll.4.106; παῖδες ἡ. IG7.3196 (Orchom. Boeot.); president of a gymnasium, ib.3.1086, al. c a Roman Emperor, Str.4.3.2, Plu.Cic.2, al.; as translation of princeps, Mon.Anc.Gr.7.9; ἡ. νεότητος, = Lat. princeps juventutis, ib.18; a provincial governor, Str.17.3.25, Ev.Matt.27.2, Act.Ap.23.24: freq. of the praefectus Aegypti, PRyl.119.4 (i A.D.), etc.; ἡ. ἀμφοτέρων, i.e. of Upper and Lower Egypt, POxy.39.6 (i A.D.); ἡ. Κύπρου Tab. Defix.Aud. 25.13 (iii A.D.). 2 as Adj., ἀνήρ Pl.Criti.119a; [ναῦς], of the flagship, A.Supp.722; ἡ. τῆς φυλῆς κορυφαῖος D.21.60 (s.v.l.); ἡ. πόδες Arist.HA490b5, IA713b32: as neut., ἡγεμόσι μέρεσι Pl.Ti. 91e. III in Prosody, = πυρρίχιος, D.H.Comp.17, Dem.47. IV ἡγεμόνες, Dor. ἁγ-, αἱ, in Architecture, coping-tiles of the roof, IG22.463.70, 1627.303, 4.1484.100 (Epid.). V a kind of fish, = ἡγητήρ 2, Plu.2.980f.
German (Pape)
[Seite 1150] όνος, ὁ (ἡγέομαι), eigtl. der Vorangehende, der vorangeht u. dadurch den Weg zeigt u. die Anderen ihm zu folgen veranlaßt, Od. 10, 505; ἡγεμόν' ἐσθλὸν ὄπασσον, ὅς κέ με κεῖσ' ἀγάγῃ 15, 310; ἐμοὶ γὰρ οὗτος ἡγεμών Soph. Ant. 1001; ποδὸς τυφλοῦ Eur. Phoen. 1610; geradezu Wegweiser, Her. 5, 14; Xen. An. 4, 2, 1; mit dem Zusatz τῆς ὁδοῦ, Eur. Hec. 281; ἡγεμόνες ἐγένοντο τῷ βαρβάρῳ Her. 8, 31; ὁδοῦ λαβεῖν ἡγεμόνα Xen. Mem. 1, 3, 4; τοῦ πλοῦ, der Lootse, Thuc. 7, 50. – Bes. der im Kriege vorangeht, der Führer, Heerführer, Feldherr, Il. 2, 476 u. öfter; Ggstz λαοί, 2, 365, u. πληθύς, 11, 304; ἵππου μελαίνης ἡγεμὼν τρισμυρίας Aesch. Pers. 307; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς νεῶν Ἀχαϊκῶν Ag. 177; Λάϊός ποθ' ἡγεμὼν γῆς τῆσδε, der König, Soph. O. R. 103; auch von Wagenlenkern, ἐξ ὁδοῦ μ' ὅ θ' ἡγεμὼν αὐτός θ' ὁ πρέσβυς ἠλαυνέτην ihd. 804; in Prosa, στρατηγὸς καὶ ἡγεμὼν τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν βάρβαρον Her. 7, 158, Heerführer, u. zwar der Oberanführer der gesammten Griechen; τῶν πολέμων 9, 33; ἔχοντες ἡγεμόνας τῶν πάνυ στρατηγῶν Thuc. 8, 89; ὁ μέγας ἡγεμὼν ἐν οὐρανῷ Ζεύς Plat. Phaedr. 246 e; ὧν ὁ Ἔρως ἡμῖν ἡγ. καὶ στρατηγός Conv. 193 b; τῆς πόλεως Alc. 1, 120 a; allgemeiner, der zu Etwas anleitet, dadurch, daß er Etwas zuerst thut, zum Nachthun Veranlassung giebt, καὶ διδάσκαλος Menex. 240 d; Rep. X, 595 c; οὗτοι γὰρ ἡμῖν ὥςπερ πατέρες τῆς σοφίας εἰσὶ καὶ ἡγεμόνες Lys. 214 a; τοὺς ἐμπειρίᾳ τε καὶ ἡλικίᾳ ἱκανοὺς ἡγεμόνας τε καὶ παιδαγωγοὺς εἶναι Rep. V, 467 d; πόνους τοῦ ζῆν ἡδέως ἡγεμόνας νομίζετε Xen. Cyr. 1, 5, 12; ἀχαριστία πρὸς πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡγ. 1, 2, 7; Sp. Auch von Thieren, ἡγεμόνες ἀνθρηνῶν, μελιττῶν, σφηκῶν, Arist. H. A. 8, 42, die Weiser. – Adjectivisch u. dah. auch im fem. gebraucht, ναῦς ἡγεμών Aesch. Suppl. 703; ἄνδρα ἡγεμόνα Plat. Critia. 118 e; τοῖς περὶ τὰ στήθη τῆς ψυχῆς ἡγεμόσιν ἕπεσθαι μέρεσιν Tim. 91 c; πρὸς πρώτην τὴν τῆς ξυμπάσης ἡγεμόνα ἀρετῆς Legg. III, 688 b; δόξα ἀληθὴς πρὸς ὀρθότητα πράξεως οὐδὲν χείρων ἡγ. φρονήσεως Men. 97 b; ἀχαριστία μεγίστη ἐπὶ πάντα τὰ αἰσχρὰ ἡγεμών Xen. Cyr. 1, 2, 7; Sp.; vgl. Lob. zu Phryn. 452. – Nach Poll. 4, 148 eine besondere Klasse der Sklaven, die vorangehen. – In der Metrik heißt so der Pyrrhichius, D. Hal., z. B. C. V. p. 218, Schäf.