εὐπαρακολούθητος

From LSJ
Revision as of 19:58, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαρᾰκολούθητος Medium diacritics: εὐπαρακολούθητος Low diacritics: ευπαρακολούθητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΤΟΣ
Transliteration A: euparakoloúthētos Transliteration B: euparakolouthētos Transliteration C: efparakoloythitos Beta Code: eu)parakolou/qhtos

English (LSJ)

ον,

   A easy to follow, of a narrative, argument, etc., Plb.4.28.6, Hero Bel.73.12, D.H.Pomp.6.2; τοῦ εὐ. ἕνεκα Arist. EN1108a19. Adv. -τως D.H.Th.37.    II Act., quick to follow, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1086] dem man leicht folgen kann, verständlich; τὸ εὐπ., neben σαφήνεια, Arist. Eth. 2, 7; εὐπ. καὶ σαφές D. Hal. censur. vett. scriptt. 3, 3, öfter, auch adv. so, οὐκ εὐπαρακολουθήτως ἡρμηνευμένον Iud. Thuc. 37.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαρᾰκολούθητος: -ον, ὃν εὐκόλως παρακολουθεῖ τις, ἐπὶ διηγήσεως, ἐπιχειρήματος λογικοῦ, κτλ. Πολύβ. 4. 28, 6, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6· τοῦ εὐπαρακολουθήτου ἕνεκα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 2. 7, 11. - Ἐπίρρ. - τως, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 37. ΙΙ. εὐκόλως ἀκολουθῶν, «εὐπαρακολούθητοι· ὀξεῖς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῖς» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l’on peut suivre facilement, facile à comprendre.
Étymologie: εὖ, παρακολουθέω.