κυανέμβολος
From LSJ
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
English (LSJ)
ον,
A = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.
German (Pape)
[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.
Greek Monolingual
κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].