Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κυανέμβολος

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνέμβολος Medium diacritics: κυανέμβολος Low diacritics: κυανέμβολος Capitals: ΚΥΑΝΕΜΒΟΛΟΣ
Transliteration A: kyanémbolos Transliteration B: kyanembolos Transliteration C: kyanemvolos Beta Code: kuane/mbolos

English (LSJ)

κυανέμβολον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι E.El.436, Ar.Ra.1318; τριήρεις Id.Eq.554.—Only in lyr.

German (Pape)

[Seite 1521] mit dunkelfarbigem Schnabel; τριήρεις, Ar. Equ. 554; πρῶραι, Ran. 1318; Eur. El. 436.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυανέμβολος -ον [κύανος, ἔμβολος] met donkergekleurde scheepsram.

Russian (Dvoretsky)

κυᾰνέμβολος: с темно-синим (корабельным) клювом (τριήρεις Arph.; πρῷραι Eur.).

Greek Monolingual

κυανέμβολος, -ον (Α)
κυανόπρωρος («καὶ κυανέμβολοι θοαὶ μισθοφόροι τριήρεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ἔμ-βολος (< ἐμ-βάλλω), πρβλ. τρι-έμ-βολος, χαλκ-έμ-βολος].

Greek Monotonic

κυᾰνέμβολος: -ον (ἔμβολον) = κυανόπρῳρος, σε Ευρ., Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνέμβολος: -ον, = κυανόπρῳρος, πρῷραι Εὐρ. Ἠλ. 436. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1318· τριήρεις ὁ αὐτ. Ἱππ. 554.

Middle Liddell

κυᾰν-έμβολος, ον ἔμβολον = κυανόπρῳρος, Eur., Ar.]