σιδηρόσπαρτος
From LSJ
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
English (LSJ)
ον,
A sown or produced by iron, Luc.Ocyp.100.
German (Pape)
[Seite 880] durch Eisen gesäet od. verursacht, Luc. Ocyp. 100.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηρόσπαρτος: -ον, ἐσπαρμένος ἢ παραγόμενος διὰ σιδήρου Λουκ. Ὠκύπ. 100.