τετράθυρος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθῠρος Medium diacritics: τετράθυρος Low diacritics: τετράθυρος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΥΡΟΣ
Transliteration A: tetráthyros Transliteration B: tetrathyros Transliteration C: tetrathyros Beta Code: tetra/quros

English (LSJ)

ον,

   A with four doors or openings, Arist.HA628a13, Callix.1; κιβωτός prob. l. in IG12.330.2.

German (Pape)

[Seite 1097] mit vier Thüren, Arist. H. A. 9, 41.

Greek (Liddell-Scott)

τετράθῠρος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας θύρας ἢ ἀνοίγματα, ὀπάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9, 41, 5, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 205Β.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που έχει τέσσερεις θύρες ή τέσσερα ανοίγματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θυρος (< θύρα «πόρτα»), πρβλ. ἑξά-θυρος].