ἀνδρείκελον

From LSJ
Revision as of 18:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρείκελον Medium diacritics: ἀνδρείκελον Low diacritics: ανδρείκελον Capitals: ΑΝΔΡΕΙΚΕΛΟΝ
Transliteration A: andreíkelon Transliteration B: andreikelon Transliteration C: andreikelon Beta Code: a)ndrei/kelon

English (LSJ)

τό,

   A image of a man, App.BC2.147, APl.4.221 (Theaet.).    II flesh-coloured pigment, Pl.R.501b, Cra.424e, X.Oec.10.5, Arist.GA725a26, Thphr.Lap.51.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρείκελον: τὸ, εἰκών, ὁμοίωμα ἀνδρός, Πλάτ. Πολ. 501 Β (ἐκτὸς ἂν ἐνταῦθα κεῖται τῆς ΙΙ. σημασ.), Ἀππ. Ἐμφ. 2. 147, Ἀνθ. Πλαν. 221. ΙΙ. εἶδος ψιμυθίου χρῶμα σαρκὸς ἔχοντος, ὥσπερ οἱ ζωγράφοι ... οἷον ὅταν ἀνδρείκελον σκευάζωσιν Πλάτ. Κρατ. 424 Ε, καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑπαλειφόμενος ἀνδρεικέλῳ Ξεν. Οἰκ. 10. 5, Ἀριστ. π. Γεν. Ζ. 1. 18, 47, Θεοφρ. Λιθ. 51: πρβλ. Ρουγκ. Τίμ.

Greek Monotonic

ἀνδρείκελον: τό (ἀνήρ, εἴκελος),
I. εικόνα ανδρός, ομοίωμα, σε Πλάτ.
II. χρωστική ουσία στο χρώμα του δέρματος, στον ίδ.