εὐεργετέω
Ἔργοις φιλόπονος ἴσθι, μὴ λόγοις μόνον → Lass Taten sprechen, führ nicht bloß das große Wort - Esto opere, non sermone solo industrius → Sei arbeitsam im Handeln nicht im Reden bloß
English (LSJ)
the augm. εὐηργ- is sts. found, esp. in codd., as impf.
A εὐηργέτουν X.Ap. 26: aor. εὐηργέτησα Ar.Pl.835, v.l. in Din.1.16, but ηὐεργέτησα Lys. 9.14: pf. εὐηργέτηκα v.l. in Lycurg.140: pf. Pass. εὐηργέτημαι X. Mem.2.2.3, SIG798.5 (Cyzicus, i A. D.), but Inscrr. and Pap. have εὐεργέτηκα IG22.573 (iv B. C.), εὐεργέτημαι PLond.2.169.26 (i A. D.), εὐεργετήθην IG7.2808 (Hyettus, iii A. D.), ηὐεργετημένοι PTeb.326.16 (iii A. D.):—to be a benefactor, S.Ph.670, IG22.786, etc.; [Ἰησοῦς] διῆλθεν -τῶν Act.Ap.10.38. 2 to be proclaimed as εὐεργέτης 1.2, JHS10.76 (Patara, i A. D.). II c. acc. pers., do good services or show kindness to one, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν A.Fr.266.1, cf. Eu.725, E.Ion1540, Lys. l.c., etc.; ὁ νόμος βούλεται -τεῖν βίον ἀνθρώπων Democr.248; εὐ. τὸν δῆμον IG22.791.25, etc.; τὸν θεὸν εὐεργετηκότες SIG417.13 (Delph., iii B. C.): c. acc. cogn., εὐ. τινὰ τὴν μεγίστην εὐεργεσίαν Pl.Ap.36c, cf. R.615b; ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς ib.345a; μεγάλως or μεγάλα εὐ., X.Cyr.8.2.10, 12: c. dat. rei, χρήμασιν εὐ. ib. 2:—Pass., have a kindness done one, εὐεργεσίαν εὐεργετηθείς Pl.Grg.520c; μείζω εὐηργετημένοι X.Mem.2.2.3; καί τι εὐεργέτηται ὑπ' ἐμοῦ Pl.Cri.43a; ἀντὶ πολλῶν καὶ μεγάλων ὧν εὐεργετήθη παρὰ τοῦ θεοῦ IG7.2808 (Hyettus, iii A. D.); εὐεργετούμενος εἰς χρήματα Pl.Smp.184b.
Greek (Liddell-Scott)
εὐεργετέω: παρατ. εὐεργέτουν Ξεν. Ἀπολ. 26, Ἀγησ. 4. 4 (διάφ. γραφ. εὐηργ-): μέλλ. -ήσω: ἀόρ. εὐεργέτησα Ἰσοκρ. 52 Β, Δείναρχ. 92. 11, εὐηργ- (ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις) Ἀριστοφ. Πλ. 835, Λυσίας 111. 22: πρκμ. εὐεργέτηκα Πλάτ. Πολ. 615Β, Δημ. 467 13, εὐηργ-, Λυκοῦργ. 167, 58, κτλ.: - Παθ., μετοχ. τοῦ ἀορ. εὐεργετηθείς, (ἴδε κατωτ.)· πρκμ. εὐεργέτημαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 3 (εὐηργέτ- Δινδόρφ.), Πλάτ. Κρίτων 43Α: - τὰ μνημονευθέντα παραδείγματα δεικνύουσι τὸ ἀβέβαιον παντὸς περὶ τῆς αὐξήσεως τοῦ ῥήματος κανόνος. Εἶμαι εὐεργέτης, πράττω εὐεργεσίαν, κάμνω καλὸν εἴς τινα, Σοφ. Φιλ. 670. 2) κηρύττομαι ὡς εὐεργέτης (2), Ἐπιγρ. ἐν Hell. J. τ. 10. σ. 77. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προσφέρω ὑπηρεσίας εἴς τινα, πράττω καλὸν ἔργον, κάμνω εὐεργεσίαν εἴς τινα, τοὺς θανόντας εἰ θέλεις εὐεργετεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 725, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1540, Λυσ. ἔνθ’ ἀνωτ., κλ.· ὡσαύτως, εὐεργεσίαν εὐεργ. τινὰ Πλάτ. Ἀπολ. 36C, πρβλ. Πολ. 615Β· ὅ τι ἂν ἡμᾶς εὐεργετήσῃς αὐτόθι 345Α· μεγάλως ἢ μεγάλα εὐεργ. Ξεν. Κύρ. 8. 2, 10 καὶ 12· μετὰ δοτ. πράγμ., χρήμασιν εὐεργ. αὐτόθι 2· - Παθ., λαμβάνω εὐεργεσίαν, εὐεργεσίαν εὐεργετηθεὶς Πλάτ. Γοργ. 520C· μείζονα εὐεργετημένος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 3· καὶ τι εὐεργέτησαι ὑπ’ ἐμοῦ Πλάτ. Κρίτων 43Α· ὡσαύτως, εὐεργετούμενος εἰς χρήματα ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 184 Β.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. εὐεργέτουν et εὐηργέτουν, f. εὐεργετήσω, ao. εὐεργέτησα, pf. εὐεργέτηκα et εὐηργέτηκα;
faire du bien : τινα à qqn ; εὐεργεσίαν εὐ. τινα faire du bien à qqn ; μείζονα εὐεργετημένος XÉN qui a reçu de plus grands bienfaits.
Étymologie: εὐεργέτης.