ὀρνιθάριον
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
τό, Dim. of ὄρνις,
A small bird, Anaxandr.41.63 (anap.), Nicostr.Com.2, Arist.Mir.841b18, PFay.118.16 (ii A. D.), Arr.Epict.2.7.12 (v.l. τὸν ὀ., i.e. augur).
German (Pape)
[Seite 383] τό, dim. von ὄρνις, Vögelchen, Nicostrat. bei Ath. XIV, 654 b.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ὄρνις, μικρὸν πτηνόν, ὀρνίθιον, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1.62, Νικόστρ. ἐν «Ἅβρᾳ» 2, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 118.
Greek Monolingual
ὀρνιθάριον, τὸ (Α) [[όρνιος, -ιθος]]
μικρό πτηνό, ορνίθι.