δωδέκατος
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
η, ον,
A twelfth, Il.24.781, etc.; δ. τόκοι, 8 1/3%, SIG364.74 (Ephesus, iii B. C.), etc.:—Ep. δυωδ-, Il.1.493, etc. II δωδεκάτη, ἡ, = Χόες, Hsch.
German (Pape)
[Seite 694] η, ον, der zwölfte, von Hom. an überall, poet. Form δυωδέκατος; bei Homer die Form δωδέκατος dreimal, Iliad. 1, 425. 24, 781 Odyss. 4, 747; häufiger die Form δυωδέκατος, z. B. Iliad. 1, 493. 24, 413 Odyss. 4, 588. – Oft ἡ δωδεκάτη (δυωδεκάτη) substantivisch = der zwölfte Tag (ἡμέρα), z. B. Odyss. 4, 588. 747; τὸ δωδέκατον substantivisch = der zwölfte Theil (μέρος) Strab. 2 p. 135.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
douzième.
Étymologie: δώδεκα.
English (Slater)
δωδέκᾰτος
1 twelfth περὶ δωδέκατον δρόμον ἐλαυνόντεσσιν (O. 6.75)