σφάγιον

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰγιον Medium diacritics: σφάγιον Low diacritics: σφάγιον Capitals: ΣΦΑΓΙΟΝ
Transliteration A: sphágion Transliteration B: sphagion Transliteration C: sfagion Beta Code: sfa/gion

English (LSJ)

τό,

   A victim, offering, σφάγιον ἔθετο ματέρα E.Or.842 (lyr.); σὴν παῖδ' Ἀχιλεῖ σ. θέσθαι Id.Hec.109 (anap.); διδόναι τύμβῳ σ. ib.119 (anap.); ἑαυτὰς ἔδοσαν σφάγιον τοῖς πολίταις ὑπὲρ τῆς χώρας D.60.29: mostly in pl., σφάγια παρθένους κτανεῖν E.Ion278; τὰ σ. ἐγίνετο καλά Hdt.6.112, cf. A.Th.379, X. An.1.8.15; οὐ γάρ σφι ἐγίνετο τὰ σ. χρηστά Hdt.9.61, cf. 62; τὰ σ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ib.45; τῶν σ. οὐ γινομένων (without any Adj.) not proving favourable, ib.61; σ. ἔρδειν, τέμνειν, A.Th. 230, E.Supp.1196; προφέρειν Th.6.69; ἅπτεσθαι τῶν σ Antipho 5.12; τὰ σ. δέξαι, addressed to a goddess, Ar.Lys.204.    2 in E. also, slaughter, sacrifice, δοῦλα σφάγια Hec.135 (anap.); σφάγια τέκνων Or.815 (lyr.), cf. 658.

Greek (Liddell-Scott)

σφάγιον: [ᾰ], τό, τὸ σφαζόμενον πρὸς θυσίαν ζῷον, θῦμα, Σοφ. Ἀντ. 1291· σφάγιον ἔθετο μητέρα Εὐρ. Ὀρ. 842· σὴν παῖδ’ Ἀχιλεῖ σφ. θέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Ἑκ. 109· διδόναι τύμβῳ σφ. αὐτόθι 121· αὑτὰς ἔδοσαν σφάγιον τοῖς πολίταις ὑπὲρ τῆς χώρας Δημ. 1398. 7· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., σφάγια παρθένους κτανεῖν Εὐρ. Ἴων 278· τὰ σφ. ἐγίνετο καλὰ Ἡρόδ. 6. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Θήβ. 379, Ξεν. Ἀν. 1. 8, 15· οὐ γάρ σφι ἐγένετο τὰ σφ. χρηστὰ Ἡρόδ. 9. 61, 62· τὰ σφ. οὐ δύναται καταθύμια γενέσθαι ὁ αὐτ. 9. 45· τῶν σφ. οὐ γινομένων (ἄνευ τινὸς ἐπιθέτου), μὴ ἀποβαινόντων εὐνοϊκῶς, ὁ αὐτ. 9. 61· σφάγια ἔρδειν, τέμνειν Αἰσχύλ. Θήβ. 230, Εὐρ. Ἱκέτ. 1196· προφέρειν Θουκ. 6. 69· ἅπτεσθαι τῶν σφ. Ἀντιφῶν 130. 39· τὰ σφ. δέξαι, λεγόμενον πρὸς θεόν, Ἀριστοφάν. Λυσ. 204. 2) παρ’ Εὐρ. ὡσαύτως, σφαγή, φόνος, δοῦλα σφάγια Ἑκ. 137· σφάγια τέκνων Ὀρ. 815, πρβλ. 658.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 victime pour un sacrifice ; τὰ σφάγια ἐγίνετο καλά HDT les victimes donnaient des signes favorables;
2 sacrifice.
Étymologie: σφάγιος.

English (Strong)

neuter of a derivative of σφαγή; a victim (in sacrifice): slain beast.