ἄγραυλος
English (LSJ)
ον, (ἀγρός, αὐλή)
A dwelling in the field, of shepherds, Il.18.162, Hes.Th.26, A.R.4.317, Megasth.40; epith. of Pan, AP6.179 (Arch.); ἄ. ἀνήρ a boor, ib. 11.60 (Paul. Sil.). 2 of oxen, βοὸς ἀγραύλοιο Il.10.155, Od.12.253; θήρ S.Ant.349 (lyr.), E.Ba.1188 (lyr.), etc. 3 of things, rustic, πύλαι Id.El.342.
German (Pape)
[Seite 22] H. h. Merc. 412 findet sich als v. l. auch ἀγραύλη (αὐλή), auf dem Felde, im Freien wohnend, hausend. Hom. öfter βοὸς ἀγραύλοιο, z. B. Iliad. 10, 155; ἄγραυλοι πόριες Odyss. 10, 410; ποιμένες ἄγραυλοι Iliad. 18, 162; wie μηλοβοτῆρες H. Merc. 286; θήρ Soph. Ant. 348 u. Sp. Auch von Sachen, ländlich, Eur. El. 342.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγραυλος: -ον, (ἀγρός, αὐλὴ) ὁ μένων ἐν τοῖς ἀγροῖς, διάγων ἐκτὸς τῆς οἰκίας, ἐπὶ ποιμένων, Ἰλ. Σ. 162, Ἡσ. Θ. 26, Ἀπολλ. Ρόδ. 4, 317· οὕτω καὶ ἐπίθ. τοῦ Πανός, Ἀνθ. Π. 6. 179· ἀλλά, ἄγρ. ἀνήρ, ἄγροικος, αὐτ. 11. 60. 2) σύνηθες ἐπίθετον τῶν βοῶν, βοὸς ἀγραύλοιο, Ἰλ. Κ. 155, Ρ. 251, Ὀδ. Μ. 253· θήρ, Σοφ. Ἀντ. 349 (λυρ.), Εὐρ. Βάκχ. 1187 κτλ. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ ἀνῆκον εἰς τὸν ἀγρόν, ἀγροτικόν, πύλαι, ὁ αὐτ. Ἠλ. 342.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui demeure, qui passe la nuit aux champs.
Étymologie: ἀγρός, αὐλή.
English (Autenrieth)
(ἀγρός, αὐλή): lying in the field (passing the night out-doors), βοῦς, πόριες, ποιμένες.