ἀποδακρύω

From LSJ
Revision as of 12:08, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδακρύω Medium diacritics: ἀποδακρύω Low diacritics: αποδακρύω Capitals: ΑΠΟΔΑΚΡΥΩ
Transliteration A: apodakrýō Transliteration B: apodakryō Transliteration C: apodakryo Beta Code: a)podakru/w

English (LSJ)

[ῦ],

   A weep much for, lament loudly, τινά Pl.Phd..116d; τι Plu.Sull. 12.    2 ἀ. γνώμην weep away one's judgement, be melted to tears contrary to it, Ar.V.983.    3 to be made to weep by the use of collyrium, and so have the eyes purged, Arist.Pr.958b6, Luc.Peregr.45, Gal.12.751.    4 of trees, weep, drip gum, etc., ἀ. ῥητίνην Plu.2.640d.    II cease to weep, ἀπολοφυράμενοι καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox. Fr.Hist.90, cf. AB427.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδακρύω: [ῡ], δακρύω περί τινος, χύνω δάκρυα, κλαίω, καὶ νῦν ὡς γενναίως με ἀποδακρύει Πλάτ. Φαίδων 116D· ἀπεδάκρυσε τὴν ἀνάγκην, ἔκλαυσεν ὅτι εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην (νὰ συλήσῃ τὰ ἱερὰ), Πλουτ. Σύλλ. 12. 2) ἀπεδάκρυσα νῦν γνώμην ἐμήν, ἐδάκρυσα ἐναντίον τῆς γνώμης μου, χωρὶς δηλ. νὰ ἔχω σκοπὸν νὰ δακρύσω, Ἀριστοφ. Σφ. 983. 3) χέω δάκρυα προκληθέντα ἐκ δριμέος φαρμάκου ἢ κρομμύου, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 9· εἶδον αὐτὸν ἐγκεχρισμένον, ὡς ἀποδακρύσειε τῷ δριμεῖ φαρμάκῳ Λουκ. Περεγρ. 45. 4) ἐπὶ δένδρων, δακρύω, στάζω κόμμι, κτλ.· τὰ εἰρημένα δένδρα πίονα ἔχει τὴν φύσιν, ὥστε πίτταν ἀποδακρύειν καὶ ῥητίνην Πλούτ. 2. 640D. ΙΙ. παύομαι δακρύων, Ἀριστόξ. παρ’ Ἀθην. 632Β· «ἀποδακρύσας: οὐ σημαίνει τὸ δακρῦσαι, ἀλλὰ τὸ παύσασθαι δακρύοντα» Α. Β. 427, 20· πρβλ. ἀπολοφύρομαι, ἀπαλγέω.

French (Bailly abrégé)

1 pleurer sur, acc.;
2 en parl. d’arbres laisser couler (de la gomme, de la résine, etc.) acc..
Étymologie: ἀπό, δακρύω.

Spanish (DGE)

I 1abs. llorar Ar.V.983
derramar lágrimas (por un colirio), Arist.Pr.958b6, cf. Luc.Peregr.45, Gal.12.751
c. ac. llorar por με Pl.Phd.116d, τὴν ἀνάγκην Plu.Sull.12.
2 fig. gotear de árboles ῥητίνην Plu.2.640c.
II cesar de llorar ἀπολοφυράμενοι ... καὶ ἀποδακρύσαντες Aristox.Fr.124, cf. Orus B 31, AB 427.