φιλότιμος

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλότῑμος Medium diacritics: φιλότιμος Low diacritics: φιλότιμος Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΟΣ
Transliteration A: philótimos Transliteration B: philotimos Transliteration C: filotimos Beta Code: filo/timos

English (LSJ)

ον,

   A loving honour or distinction, ambitious, mostly in bad sense (cf. Pl.R.347b, Arist.EN 1125b9), E.Ph.567; τὸ μαντικὸν πᾶν σπέρμα φ. κακόν Id.IA520; joined with φιλοχρήματος, Pl.Phd.68c; with φιλόνικος, Id.R.551a, etc.; also in good sense, φ. καὶ ἐλευθέριος X.Mem.2.3.16; φ. καὶ μεγαλόψυχοι Isoc.9.3:—with abstr. Nouns (in both senses), εὐ χά A.Supp.658 (lyr.); ἦθος E.Supp.907; σοφίαι φιλοτιμότεραι Κλεοφῶντος Ar.Ra.679 (lyr.); αἱ φ. τῶν φύσεων X.Oec.13.9; βίος Lys. 2.16; πολιτεία Pl.R.545b; φ. ἐπί τινι emulous in regard to, eager for distinction in... ἐπὶ σοφία, ἐπ' ἀρετῇ, Id.Prt.343c, Lg.744e; περὶ τἀναγκαῖα φιλοτιμότατος Plb.9.20.6; ἱππικὸν φιλοτιμότερον πρὸς ἀλλήλους περὶ ἀνδραγαθίας X.Eq.Mag.9.3: c. inf., φιλοτιμότατοι καλόν τι ποιεῖν ib.2.2: c. acc. modi, τὰς ψυχὰς -ότεροι ib.7.3; -ότεροι τὰ ἤθη Arist.Rh.1391a22: τὸ φ., = φιλοτιμία, E.IA22 (dub. l., anap.), 342 (troch.), Th.2.44, Pl.Lg.841c, etc.    b rejoicing in worship, Νυκτὸς παῖδες A.Eu.1033 (lyr.).    2 prodigal, lavish, λαμπρὸς καὶ φ. D.21.159; munificent, generous, πρός τινα Aristeas 227 · περὶ ξένους Plu.Crass.3.    3 φιλότιμος, title of an official member of a guild or corporation at Histria, γερουσίας φ. Analele Acad.Române 38.596(pl.); so at Tomi, ὁ προστάτης καὶ δισφύλαρχος καὶ φ. Dacia1.273.    4 neut. pl., gifts, endowments, τὴν μὲν τοῖς ἑαυτῆς φ. κεκόσμηκεν Ἀφροδίτη Aristaenet.1.10.    II Adv. -μως ambitiously, emulously, Lys.16.18, Is.7.39; φ. πρός τινα ἔχειν to vie emulously with... Pl.Chrm.162c; πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.85; φ. ἔχειν πρός τι to strive, exert oneself eagerly after a thing, X.Cyr.1.6.26, etc.; τὰ λοιπὰ συσπεύσας φ. zealously, PCair.Zen.62 (b) 8(iii B. C.); φ. πρὸς τοὺς λόγους διακεῖσθαι Isoc. 15.277; with public spirit, generously, IG22.505.35, etc.: Comp. φιλοτιμότερον Lys.16.20, PTeb.23.10 (ii B. C.); or -οτέρως Isoc.9.5: Sup. -ότατα Plu.Caes.3.

German (Pape)

[Seite 1287] ehrliebend, ehrgeizig; Νυκτὸς παῖδες φιλότιμοι heißen die auf ihr Ehrenrecht bedachten od. die verehrungswürdigen Erinyen, Aesch. Eum. 986 (aber ἐκ στομάτων ποτάσθω φιλότιμ ος εὐχά ist das Gebet der Ehre, Verehrung, Suppl. 644); τὸ φιλότιμον = φιλοτιμία, γλυκὺ μέν, λυπεῖ δέ Eur. I. A. 22; Thuc. 2, 44; aus Ehrliebe, Ehrgeiz handelnd, dah. wetteifernd, eifrig bemüht, Anstand und Pracht liebend, prahlerisch, stolz; ἐπὶ σοφίᾳ Plat. Prot. 343 c; ἐπ' ἀρετῇ Legg. V, 744 e, u. öfter; u. im guten Sinne, freigebig, wohlthätig, großmüthig, βίος Lys. 2, 16; περὶ ξένους Plut. Crass. 3. – Pass., aus Ehrliebe gethan. – Adv., φιλοτίμως καὶ κοσμίως πολιτεύεσθαι Lys. 16, 18; γυμνασιαρχῶ Is. 7, 36, u. öfter; ἔχειν πρός τινα Plat. Charm. 162 d; φιλοτίμως ἔχειν πρός τι, sich eifrig um Etwas bemühen, z. B. πρὸς τὸ ἀγαθὸν φαίνεσθαι Xen. Cyr. 1, 6,26; πρὸς ἀλλήλους, mit einander wetteifern, Isocr., Pol. oft.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλότῑμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν τιμὴν ἢ διψῶν τιμῆς, φιλόδοξος, ζηλότυπος, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασ. (ἴδε Πλάτ. Πολ. 347Β, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 4, 3), Εὐρ. Φοίν. 567, Ἰφ. ἐν Αὐλ. 520· συνημμένον τῷ φιλοχρήματος, Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 68C· τῷ φιλόνεικος, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 551Α, κλπ.· ὡσαύτως ἐπὶ καλῆς σημασίας, φ. καὶ ἐλευθέριος Ξεν. Ἀπομν. 2. 3, 16· φιλ. καὶ μεγαλόψυχος Ἰσοκρ. 189C· ― μετ’ ἀφῃρ. ὀνομάτων (ἐπὶ ἀμφοτ. τῶν σημασιῶν), εὐχὰ Αἰσχύλ. Ἱκ. 656· ἦθος Εὐρ. Ἱκ. 907· σοφίαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 679· φύσις Ξεν. Οἰκ. 13. 9· βίος Λυσίας 192. 7· πολιτεία Πλάτ. Πολ. 545Β· ― φ. ἐπί τινι, ἀγαπῶν νὰ τιμᾶται διά τι πρᾶγμα, ἐπιθυμῶν νὰ διακρίνηται ἐπί τινι..., ἐπὶ σοφίᾳ, ἐπ’ ἀρετῇ ὁ αὐτ. ἐν Πρωταγ. 343C, ἐν Νόμ. 744Ε· περί τι Πολύβ. 9. 20, 6· φ. περί τινος πρός τινα Ξεν. Ἱππαρχ. 9. 3· μετ’ ἀπαρ., φ. ποιεῖν τι αὐτόθι 2. 2· ― μετ’ αἰτ. τρόπου, φιλ. τὴν ψυχὴν αὐτόθι 7. 3· τὰ ἤθη Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 2· ― τὸ φιλότιμον = φιλοτιμία, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 22. 342, Θουκ. 2. 44, Πλάτ., κλπ. 2) φιλοδόξως ἄσωτος, δαψιλής, φιλ. καὶ λαμπρὸς Δημ. 566. 10· φ. περί τινα Πλουτ. Κράσσ. 3. 3) ἐπὶ παθ. σημασ., = πολυτίμητος, σεβαστός, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1033. 4) φιλότιμος ὑπῆρξε φαίνεται ἐπώνυμον ἀρχόντων ἔν τισι τῶν πόλεων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 5773, πρβλ. Böckh 2. σελ. 918. ΙΙ. Ἐπίρρ. -μως, μετὰ φιλοτιμίας, φιλοδόξως, ζηλοτύπως, Λυσίας 147. 28, Ἰσαῖος 67. 26 φ. ἔχειν πρός τινα Πλάτ. Χαρμ. 162C, Ἰσοκρ. 57D· φ. ἔχειν πρός τι Ξεν. Κύρ. Παιδ. 1. 6, 26, κλπ.· φιλ. διατεθῆναι, διακεῖσθαι πρός τι Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 296, κλπ. ― Συγκριτ. φιλοτιμότερον Λυσίας 147. 38· ἢ -οτέρως, Ἰσοκρ. 190Α· ὑπερθετικ. -ότατα Πλουτ. Καῖσ. 3, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. qui aime ou recherche les honneurs, ambitieux ; subst. τὸ φιλότιμον THC l’ambition, ou objet de l’ambition, chose ambitionnée ; p. suite :
1 plein d’émulation, de zèle;
2 qui se pique de générosité, généreux, libéral : περί τινα à l’égard de qqn;
II. qu’on aime à honorer, vénérable, auguste;
Cp. φιλοτιμότερος, Sp. φιλοτιμότατος.
Étymologie: φίλος, τιμή.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλότιμος, -ον, ΝΜΑ
το ουδ. ως ουσ. βλ. φιλότιμο·