κορδακισμός

From LSJ
Revision as of 07:25, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορδᾱκισμός Medium diacritics: κορδακισμός Low diacritics: κορδακισμός Capitals: ΚΟΡΔΑΚΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kordakismós Transliteration B: kordakismos Transliteration C: kordakismos Beta Code: kordakismo/s

English (LSJ)

ὁ, = foreg.,

   A licentious dancing, D.2.18 (pl.), Nicopho 25, Chor. in Hermes 17.222 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

κορδᾱκισμός: ὁ, τὸ ὀρχεῖσθαι τὸν κόρδακα, χορὸς ἀκόλαστος, Δημ. 23, 13, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 5· παρ’ Ἡσύχ., κορδάκισμα, τό· κορδακιστής, οῦ, ὁ, πιθαν. γραφ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 2264 ο.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
danse du κόρδαξ.
Étymologie: κορδακίζω.

Greek Monolingual

ο (Α κορδακισμός) κορδακίζω
κορδάκισμα, άσεμνος χορός, απρεπής κίνηση.