συνωφελέω
ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)
English (LSJ)
A join in aiding, αὑτούς X.Mem.3.5.16; τὴν γῆν Id.Oec. 18.2, etc.; τινὰ εἴς τι ib.2.14; rarely τινι, S.Ph.871: abs., to be of use or assist together, ἔν τισι Hp.Art.18, cf. Supp.Epigr.3.583.13 (Olbia, ii/iii A.D.); εἴς τι X.An.3.2.27:—Pass., derive profit together, Lys.12.93.
Greek (Liddell-Scott)
συνωφελέω: ἀπὸ κοινοῦ ὠφελῶ, συμβοηθῶ, συνανακουφίζω, τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 16, Οἰκ. 18, 2, κτλ.· τινα εἴς τι αὐτόθι 2, 14· σπανιώτερον τινι, Σοφ. Φιλ. 871· ― ἀπολ., ὠφελῶ ἢ βοηθῶ ὁμοῦ, ἔν τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· εἴς τι Ξεν. Ἀν: 3. 2, 27. ― Παθ., ὁμοῦ ὠφελοῦμαι, κερδαίνω, Λυσί. 128. 40.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
venir également ou en même temps en aide à : τινι ou τινα à qqn ; εἴς τι servir à qch.
Étymologie: σύν, ὠφελέω.
Greek Monotonic
συνωφελέω: μέλ. -ήσω, ωφελώ ή ανακουφίζω από κοινού, τινά, σε Ξεν.· σπάνια, τινί, σε Σοφ.