γνωσιμαχέω

From LSJ
Revision as of 12:22, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_10)

Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γνωσῐμᾰχέω Medium diacritics: γνωσιμαχέω Low diacritics: γνωσιμαχέω Capitals: ΓΝΩΣΙΜΑΧΕΩ
Transliteration A: gnōsimachéō Transliteration B: gnōsimacheō Transliteration C: gnosimacheo Beta Code: gnwsimaxe/w

English (LSJ)

   A fight with one's own opinion (τῇ προτέρᾳ γνώμῃ μάχεσθαι Phryn.PSp.59 B.), or recognize one's own fighting power (as compared with the enemy): hence, give way, submit, Hdt.3.25, 7.130, E.Heracl.706 (anap.), Ar.Av.555, D.H.3.57; γ. μὴ εἶναι ὁμοῖοι give way and confess that... Hdt.8.29.    b admit one's error, Isoc.5.7, POxy.1119.20 (iii A. D.), 71 ii 14 (iv A. D.).    II in later Prose, contend obstinately, in argument, Ph.1.526, al.; γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους D.H.9.1 (s. v. l.): abs., to be at variance, Hp.Ep.27.

German (Pape)

[Seite 499] die irrige Meinung bekämpfen, ihr widerstreiten, Ar. Av. 555; Eur. Suppl. 708; seine Meinung, Gesinnung ändern, seinen Irrthum einsehen u. gestehen; B. A. 33 μεταγιγνώσκειν καὶ συνιέναι τοῦ ἁμαρτήματος οἷον τῇ προτέρᾳ γνώμῃ ἣν ἔσχε μάχεσθαι; Her. 3, 25. 7, 130. 8, 29; Isocr. 5, 7, u. öfter bei Sp.; – πρός τινα, mit Einem über abweichende Meinungen streiten, Dion. Hal. 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

γνωσιμᾰχέω: μάχομαι πρὸς τὴν ἰδίαν μου γνώμην (ἴδε Α. Β. 33, κτλ.), ἢ ἐννοῶ τὰς δυνάμεις μου (ἐν συγκρίσει πρὸς τὰς τοῦ ἐχθροῦ)· ἑπομένως, ὑποχωρῶ, ὑποτάσσομαι, Ἡρόδ. 3. 25., 7. 130, Εὐρ. Ἡρακλ. 706, Ἀριστοφ. Ὄρν. 555 (πρβλ. γνώσει τάχα, ταχέως θὰ ἐννοήσῃς, Αἰσχύλ Ἀγ. 1649· γίγνωσκε δ’ ἀλκήν Εὐρ. Ἐκ. 227)· γν. μὴ εἶναι ὁμοῖοι, ὑποχωρῶ καὶ ὁμολογῶ ὅτι..., Ἡρόδ. 8. 29. ΙΙ. παρὰ μεταγ. πεζοῖς, ἀγωνίζομαι ἀποφασιστικῶς, Φίλων 1. 526, κτλ. (ὅστις ὡσαύτως ἔχει καὶ τὸ οὐσιαστ.–μαχία)· γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους, ἐλθόντες εἰς συμβιβασμὸν μετ’ ἀγῶνα πρὸς ἀλλ., Διον. Ἁλ. 9.1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. γνωσιμαχήσω;
combattre sa propre opinion, càd revenir sur une opinion, changer d’avis, se rétracter : γνωσιμαχέετε (ion.) μὴ εἶναι ὁμοῖοι ἡμῖν HDT changeant d’avis vous reconnaissez maintenant que vous ne nous valez pas.
Étymologie: γνῶσις, μάχομαι.

Spanish (DGE)

(γνωσῐμᾰχέω) I 1abs. luchar contra la opinión propia, cambiar de opinión, retractarse, ceder εἰ ... μαθὼν ταῦτα ὁ Καμβύσης ἐγνωσιμάχεε Hdt.3.25, χρῆν γνωσιμαχεῖν σὴν ἡλικίαν E.Heracl.706, κἂν ... μὴ φῇ μηδ' ἐθελήσῃ μηδ' εὐθὺς γνωσιμαχήσῃ Ar.Av.555, cf. Isoc.5.7, Moer.109, D.H.3.57, Sm.2Pa.12.7, POxy.1119.20 (III d.C.)
c. inf. γ. μὴ εἶναι ὁμοῖοι reconocer que no sois iguales Hdt.8.29.
2 c. gen. y part. pred. admitir un error propio οἱ δὲ τῶν καθ' ἑαυτοὺς θεοῦ ψήφῳ γεγονότων καὶ κατ' ἀδικίαν τὴν αὐτῶν γνωσιμαχήσαντες y ellos reconociendo con arrepentimiento que sus desgracias se debían a un decreto del dios y a su propia iniquidad I.AI 5.168.
II en prosa tardía combatir, argumentar obstinadamente abs. Ph.1.526, POxy.71.2.14 (IV d.C.)
c. ac. γνωσιμαχήσαντες ἃ ... ἄμεινον ἦν ποιεῖν después de haberse opuesto tenazmente a lo que habría sido mejor hacer I.AI 13.152, c. πρός y ac. γνωσιμαχήσαντες πρὸς ἀλλήλους ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος tras haber disputado tenazmente entre sí el senado y el pueblo D.H.9.1.