ὑομουσία
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
[ῠ], ἡ,
A swine's music, swinish taste in music, Ar.Eq.986(lyr.).
German (Pape)
[Seite 1179] ἡ, Saumusik oder Saugesang, Ar. Equ. 981.
Greek (Liddell-Scott)
ὑομουσία: ἡ, χοιρομουσική, χοιρίνη πρὸς μουσικὴν διάθεσις, «χοιρῳδία, ἀπαιδευσία» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 986.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
éducation de porc.
Étymologie: ὗς, μοῦσα.
Greek Monolingual
ἡ, Α
απαιδευσία στα σχετικά με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὗς, ὑός «χοίρος» + -μουσία (< -μουσος < μοῦσα), πρβλ. φιλο-μουσία].