καταθνῄσκω
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
English (LSJ)
Aeol. κατθναίσκω Sapph.62 (καταθνάσκ- codd.): fut. -θανοῦμαι: aor. κατέθᾰνον, Ep. κάτθᾰνον; late poet. aor. 1 κάθθανα Maiuri
A Nuova Silloge48: pf. -τέθνηκα (v. infr.):—poet. Verb, die away, be dying, τὸν δὲ καταθνῄσκων προσέφη Il.22.355; κάτθανε καὶ Πάτροκλος died, 21.107: in pf., to be dead, κατατεθνήκασι, opp. ζώουσι, 15.664: freq. in pf. part., ἀνδρὸς . . κατατεθνηῶτος 7.89, 22.164; νέκυι κατατεθνηῶτι 16.565; νεκροὺς κατατεθνηῶτας 18.540, etc.: used by Trag. only in sync. fut. κατθανοῦμαι, E.Med.1386, Alc.150, etc.; and in inf. and part. of sync. aor. κατθανεῖν, κατθανών, A.Ag. 1290, 873, etc.: once in ind., κάτθανε ib.1553 (anap.). 2 metaph., perish, μέλι . . κάτθανε ἐν κηρῷ λυπεύμενον Mosch.3.34; κάτθανε δ' ἁ μορφὰ σὺν Ἀδώνιδι Bion 1.31.
French (Bailly abrégé)
f. sync. κατθανοῦμαι, ao. sync. κάτθανον, pf. κατατέθνηκα, part. épq. κατατεθνηώς, gén. fém. ion. κατατεθνηυίης;
mourir, disparaître.
Étymologie: κατά, θνῄσκω.
Greek Monotonic
καταθνῄσκω: μέλ. κατα-θανοῦμαι, συγκοπτ. κατ-θανοῦμαι, αόρ. βʹ κατέθᾰνον, Επικ. κάτθᾰνον· παρακ. -τέθνηκα·
1. φθίνω, σβήνω, πεθαίνω, και σε αόρ. βʹ και παρακ., είμαι νεκρός, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ.
2. εκλείπω, γίνομαι άφαντος, εξαφανίζομαι, σε Μόσχ., Βίωνα.