δίπτυχος

From LSJ
Revision as of 15:26, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίπτῠχος Medium diacritics: δίπτυχος Low diacritics: δίπτυχος Capitals: ΔΙΠΤΥΧΟΣ
Transliteration A: díptychos Transliteration B: diptychos Transliteration C: diptychos Beta Code: di/ptuxos

English (LSJ)

ον, (πτύσσω)

   A double-folded, doubled, δίπτυχον ἀμφ' ὤμοισιν ἔχων . . λώπην Od.13.224 (so δίπτυχα λώπην, metaplast. acc. as if from δίπτυξ, A.R.2.32); δ. δελτίον a pair of tablets, Hdt.7.239; δ. κάτοπτρον folding mirror, BGU717.12; κωδίκιλλοι δ. ib.326ii 15 (ii A. D.):—in the Homeric phrase δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνίσην], δίπτυχα is interpr. by Sch. BT as an Adv., having doubled the fat, i. e. putting one layer of fat under the thighs (μηροί) and another over them, but may be acc., = fold, Il.1.461, al.    II twofold, δ. δῶρον E.Ion1010; γλῶσσα Id.Tr.286: in pl., = δισσοί, two, δ. ὀδύναι S.Fr.152; νεανίαι E.IT242, cf. Or.633, Andr.578, Ar.Fr.558.    III δίπτυχα, τά, = Lat. tabulae, SIG827 i 9 (Delph., ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

δίπτῠχος: -ον, (πτύσσω), δὶς συνεπτυγμένος, δύο πτυχὰς ἔχων, διπλωμένος, δίπτυχον ἀμφ’ ὤμοισιν ἔχων... λώπην Ὀδ. Ν. 224 (οὕτω, δίπτυχα λώπην, αἰτιατικὴ κατὰ μεταπλασμόν, ὡς εἶ ἦτο ἡ ὀνομαστικὴ δίπτυξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 32)· δ. δελτίον, δίθυρον, εἰς δύο διπλούμενον, Ἡρόδ. 7. 239 (παρὰ μεταγ. συγγραφ. δίπτυχα, τά)· ― ἐν τῇ Ὁμηρ. φράσει δίπτυχα ποιήσαντες [τὴν κνῖσαν], ἡ ἀρίστη ἑρμηνεία εἶναι ἡ τῶν Ἑνετ. Σχολ. καθ’ ἣν τὸ δίπτυχα λαμβάνεται ἐπιρρηματικῶς, διπλώσαντες τὴν πιμελήν, δηλ. θέντες μίαν σειρὰν πιμελῆς (ἐπιπλόου) ὑπὸ τοὺς προσφερομένους μηρούς, ἑτέραν δὲ ἐπ’ αὐτῶν, «ὥστε τὸ μὲν ὑπερστρῶσθαι, τὸ δὲ ἐπιβεβλῆσθαι», Ἰλ. Α. 461, Β. 424, κτλ. ΙΙ. διπλοῦς, Λατ. geminus, δ. δῶρον Εὐρ. Ἴωνι 1010· γλῶσσα ὁ αὐτ. Τρῳ. 286· καὶ ἐν τῷ πληθ. δισσοί, δύο δ. ὀδύναι, Σοφ. Ἀποσπ. 464· νεανίαι Εὐρ. Ι. Τ. 242, πρβλ. Ὀρ. 633, Ἀνδρ. 578, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 471.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 plié en deux replié ; δελτίον δίπτυχον HDT tablette double ou repliée ; adv. • δίπτυχα IL de manière à former une double couche, d’un côté et de l’autre, tout autour;
2 double, au plur. deux.
Étymologie: δίς, πτύσσω.

English (Autenrieth)

= δίπτυξ, λώπη, see δίπλαξ.