τύ
From LSJ
Κούφως φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Fiet levis fortuna, si leviter feras → Leicht muss man tragen das bestehende Geschick
English (LSJ)
τυ,
A v. σύ.
German (Pape)
[Seite 1159] dor. statt σύ, Pind.; aber zugleich acc. statt σε, Ar. Ach. 730; dann aber immer enklitisch.
Greek (Liddell-Scott)
τύ: Δωρικ. προσωπ. ἀντωνυμ. ὀνομαστ. τοῦ β΄ προσώπου σύ, Πινδ. Π. 2. 105, Ἀριστοφ. Ἀχ. 777. ΙΙ. Δωρ. αἰτ. τῆς αὐτῆς ἀντωνυμ. ἀντὶ σὲ (ὅτε καὶ εἶναι ἀεὶ ἐγκλιτικόν), αὐτόθι 730. 1225.
French (Bailly abrégé)
dor. c. σύ.
English (Slater)
τύ v. σύ.