ἀμεμφής
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ές, mostly in pass. sense,
A = ἄμεμπτος 1, IG12(3).1075 (Melos), Pi.O.6.46, A.Pers.168, Supp.581; in epitaph, Εὔκλειαν ἀ. Ἀρχ. Ἐφ. 1910.66 (Piraeus):—poet. and late Prose, Plu.Cim.2, Jul. Or.2.99a. II Act., = ἄμεμπτος 11, Plu.2.610e; ἀ. τῶν ἀμελειῶν Id.Aem.3. Adv. -φῶς, Ion. -φέως Orph.H.43.11.
German (Pape)
[Seite 121] ές, dasselbe, παῖς Aesch. Suppl. 576; πλοῦτος Pers. 164; Pind. ἰὸς μελισσᾶν Ol. 6, 46; Sp. D.; Plut. Cim. 2, der es auch act. braucht, τινός, Aemil. P. 3. Bei Hom. Iliad. 12, 435 v. l. ἀμεμφέα μισθόν, s. Scholl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμεμφής: -ές, ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ μετὰ παθητ. σημασ. = ἄμεμπτος Ι. Παλ. Ἐπιγρ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 3 (σ. 9), Πινδ. Ο. 6. 78, Αἰσχύλ. Πέρσ. 168, Ἱκ. 581: πρβλ. ἀμόμφητος: ― ποιητ. τύπος ἐν χρήσει καὶ παρὰ τοῖς μεταγ. πεζοῖς, ὡς Πλουτ. Κίμ. 2. ΙΙ. ἐνεργ. = ἄμεμπτος ΙΙ, Πλούτ. 2, 610Ε· ἀμ. τῶν ἀμελειῶν ὁ αὐτ. Αἰμύλ. 3. ― Ἐπίρρ.: -φῶς, Ἰων. -φέως, Ὀρφ. Ὕμν. 42. 11.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 irréprochable;
2 qui ne fait pas de reproche de, gén..
Étymologie: ἀ, μέμφομαι.
English (Slater)
ᾰμεμφής
1 blameless δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες ἀμεμφεῖ ἰῷ μελισσᾶν καδόμενοι i. e. honey (O. 6.46)