ἠδέ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
A and, prop. correlative to ἠμέν: ἠμὲν... ἠδὲ . ., both... and . ., Il.7.302, etc. II without ἠμέν, and, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες 2.79, cf. 1.41,96,251, etc.: sts. with τε before it, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 9.99; Ἕκτορ τ' ἠδ' ἄλλοι 12.61; Ἥρη τ' ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη 1.400; αὐτός τ' ἀναχάζομαι ἠδὲ . . 5.822, cf. Pi.O.13.44; also μὲν... ἠδὲ . . Od.1.240, 12.381, etc.; μέν τε... ἠδὲ . . Orph.H.14.9; παίδων ἠδ' ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Il.15.663; ἠ. καί and also, 1.334, Od.2.209, 4.235, 1.240; ἠδ' ἔτι καί Il.1.455, 2.118; ἠδέ τε AP 9.788.9.—The Trag. use ἠ. in anapaestics and lyrics, A.Pers.16, 289, etc.; and (less freq.) in iamb., as Id.Ch.1025, Eu.414, S.Fr.386, 549, E.Hec.323, HF30: twice found in Com., Eup.14 (anap.), Alex.133.6(trim., s.v.l.). Not in Att. Prose; used by Hp. (= ἔτι δέ) acc. to Gal.19.102, cf. Aret.CD2.7; ἀτὰρ ἠδέ ib.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
ἠδέ: καί, κυρίως ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἠμέν· ἠμὲν..., ἠδὲ..., καὶ..., καὶ…, ἴδε ἐν λ. ἠμέν· - ἀλλά, ΙΙ. συχνάκις παρ’ Ὁμ. ἄνευ τοῦ ἠμέν, ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ καί, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ἰλ. Β. 79, πρβλ. Α. 41, 96, 251, κλ.· -ἐνίοτε ἔχον πρὸ ἑαυτοῦ τὸ τε· σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας Ι. 99· Ἕκτορ τ’ ἠδ’ ἄλλοι Μ. 61· Ἥρη τ’ ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη Α. 400 μεταξὺ τῶν τε καὶ ἠδὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ καὶ λέξις τις, αὐτός τ’ ἀναχάζομαι ἠδὲ..., Ε. 822, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 62· καί, μὲν..., ἠδὲ..., Ὀδ. Α. 239. Μ. 380, κτλ.· μέν τε..., ἠδὲ..., Ὀρφ. Ὕμν. 13. 8· ἐνίοτε δὲ τίθεται καὶ μεταξὺ τῶν ἠδὲ..., ἠδὲ..., παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 663· - ἀλλὰ τὸ ἠδὲ καὶ ὁμοῦ συνημμένον σημαίνει: καὶ ὡσαύτως, Ἰλ. Α. 334, Ὀδ. Β. 209· ἠδέ κε καί, καὶ δυνατὸν ὡσαύτως, Ὀδ. Α. 240· ἠδ’ αὖτε Ἰλ. Η 302· ἠδ’ ἔτι καί, ἔτι ἀκόμη, Α. 455, Β. 118· ἠδέ τε Ἀνθ. Π. 9. 788· - σπανιώτατον ἐν τῇ ἀρχῇ προτάσεως, ἠδὲ καὶ οἵδε Ὀδ. Δ. 235. - Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται τὸ ἠδὲ ἐν ἀναπαιστικοῖς καὶ λυρικοῖς χωρίοις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 16, 21, 22, 26, κ.τλ. καὶ (σπανιώτερον) ἐν ἰαμβικοῖς, ὡς Αἰσχύλ. Χο. 1025, Εὐμ. 414, Σοφ. Ἀποσπ. 345, 493, Εὐρ. Ἑκ. 323, Ἡρ. Μαιν. 30· ἀπαντᾷ δὶς ἔτι καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔπολ. Αἰξ. 1, Ἄλεξ. Λευκ. 1· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων. - Πρβλ. τὸ Ἐπ. ἰδέ.
French (Bailly abrégé)
conj. poét.
et : ἠμὲν… ἠδέ IL, ἠδέ… καί IL et… et ; ἠδὲ καί IL et aussi.
Étymologie: ἤ, δέ.
English (Autenrieth)
and; combined, ἠδὲ.. καὶ.. ἠδέ, τ' ἠδέ, τὲ.. ἠδέ, τὲ.. ἠδὲ καί, Il. 15.663, Il. 2.206, Od. 1.12, Il. 5.822; ἠδὲ καί, ‘and also,’ Il. 1.334, etc.; freq. correl. to ἠμέν, also to μέν.