πελειάς

From LSJ
Revision as of 15:31, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πελειάς Medium diacritics: πελειάς Low diacritics: πελειάς Capitals: ΠΕΛΕΙΑΣ
Transliteration A: peleiás Transliteration B: peleias Transliteration C: peleias Beta Code: peleia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, = foreg. 1, mostly in pl., Il.11.634, Hdt.2.55, A. Supp.223, E.Andr. 1140, etc. ;

   A τρήρωσι πελειάσιν . . ὁμοῖαι Il.5.778 ; Ep. dat. πεληϊάδεσσι Opp. C.1.351 : in sg., Hdt. l. c., S. OC 1081 (lyr.) : distd. from περιστερά, Arist. HA 544b2, 597b3 ; but used for περιστερά by Sophr. ap. Ath.9.394d, Hp. Mul.2.110, 189.    2 an Indian fruitpigeon, Crocopus chlorogaster, Ael. NA 16.2.    II = foreg. 11, Hdt. 2.55,57, S. Tr.172.    III Πελειάδες, αἱ, = Πλειάδες (q. v.).

German (Pape)

[Seite 550] ἡ, = πέλεια; Il., wo aber nur der plur. vorkommt, τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι, 5, 778. 11, 633; ἑσμὸς ὡς πελειάδων, Aesch. Suppl. 220; Spt. 276; ἀελλαία ταχύῤῥωστος, Soph. O. C. 1083; Trach. 171; Eur. Andr. 1141; u. in Prosa, Her. 2, 55 u. Sp.; von περιστερά unterschieden, Arist. H. A. 5, 13; vgl. Ath. IX, 394. Vgl. auch nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

πελειάς: -άδος, ἡ, = πέλεια, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Λ. 634, κτλ.˙ τρήρωσι … πελειάσιν ὁμοῖαι Ε. 778˙ Ἐπικ. δοτ. πεληιάδεσσι Ὀππ. Κ. 1. 350˙ ὡσαύτως παρ’ Ἡρόδ. 2. 55, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 223, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., Σοφ. Ο.Κ. 1081, Εὐρ. Ἀνδρ. 1140˙ ― διακρίνεται δὲ ἡ πελειὰς τῆς περιστερᾶς ἐκ τοῦ τρόπου ἐπῳάζειν καὶ ἀνατρέφειν τοὺς νεοσσοὺς καὶ ἐκ τῶν ἀποδημητικῶν αὐτῆς ἕξεων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13. 3., 8. 12˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ περιστερὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, π. χ. παρὰ τῷ Σώφρονι ἐν Ἀθην. 394D καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, Ἱππ. 638. 8., 667. 3 (ἔνθα ἡ γραφ. πελιὰς φαίνεται ἐσφαλμ.). ΙΙ. πρβλ. τοῦ προηγ. ΙΙ. ΙΙΙ. Πελειάδες, αἱ, = Πλειάδες, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. πέλεια.

English (Autenrieth)

άδος:=πέλεια, only pl. (Il.)