κλαστάζω

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαστάζω Medium diacritics: κλαστάζω Low diacritics: κλαστάζω Capitals: ΚΛΑΣΤΑΖΩ
Transliteration A: klastázō Transliteration B: klastazō Transliteration C: klastazo Beta Code: klasta/zw

English (LSJ)

   A dress vines (cf. κλάσις 1.1): metaph., trim, humble, Ar.Eq.166.

German (Pape)

[Seite 1446] = κλάω, bes. den Weinstock abblatten, die Blätter u. Ranken abbrechen, Sp.; übertr., βουλὴν πατήσεις καὶ στρατηγοὺς κλαστάσεις Ar. Equ. 166, demüthigen, beugen.

Greek (Liddell-Scott)

κλαστάζω: περιποιοῦμαι ἄμπελον, κλαδεύω, «βλαστολογῶ» (ἴδε κλάσις)· μεταφορ., «κόπτω τὰ πτερά τινος», ταπεινώνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 166.

French (Bailly abrégé)

ébrancher ; fig. abattre, décourager.
Étymologie: κλαστός.

Greek Monolingual

κλαστάζω (Α)
1. κόβω τα φύλλα και τα κλαδιά αμπέλου, κλαδεύω αμπέλι
2. μτφ. ταπεινώνω κάποιον, του κόβω τα φτερά («βουλήν πατήσεις και στρατηγοὺς κλαστάσεις», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαστός ή < κλάστης.