προσαναστέλλω

From LSJ
Revision as of 12:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσαναστέλλω Medium diacritics: προσαναστέλλω Low diacritics: προσαναστέλλω Capitals: ΠΡΟΣΑΝΑΣΤΕΛΛΩ
Transliteration A: prosanastéllō Transliteration B: prosanastellō Transliteration C: prosanastello Beta Code: prosanaste/llw

English (LSJ)

   A hold in, get under control, τὸν ἵππον Plu.Alex.6; mould an infant's nostrils, Sor.1.103.

German (Pape)

[Seite 750] noch dazu anhalten, hemmen, Plut. Alex. 6.

Greek (Liddell-Scott)

προσαναστέλλω: ἀναστέλλω, κρατῶ ὀπίσω προσέτι, τὸν ἵππον Πλουτ. Ἀλέξ. 6.

French (Bailly abrégé)

ramener à soi.
Étymologie: πρός, ἀναστέλλω.

Greek Monolingual

Α
1. ανακόπτω, εμποδίζω επί πλέον («περιλαβὼν ταῑς ἡνίαις τὸν χαλινὸν ἄνευ πληγῆς καὶ σπαραγμοῡ προσανέστειλεν [τὸν ἵππον]», Πλούτ.)
2. διαπλάσσω, σχηματίζω τα ρουθούνια βρέφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναστέλλω «συγκρατώ, αναχαιτίζω»].