ἀποκερματίζω
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
English (LSJ)
A break into small pieces, Porph.Sent.37. 2 metaph., ἀ. τὸν βίον dissipate one's whole substance, AP7.607 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 306] in Scheidemünze umwechseln; ein großes Vermögen klein machen, Palld. 145 (VII, 607).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερμᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, μεταβάλλω εἰς κέρματα, εἰς μικρὰ νομίσματα, θραύω τι εἰς μικρὰ τεμάχια, Πορφ. ἐν Στοβ. Ἐκλογ. 1. 822. 2) μεταφ., ἀπ. τὸν βίον, δαπανῶ, διασκορπίζω, κατασωτεύω τὴν περιουσίαν μου, Ἀνθ. Π. 7. 607.
French (Bailly abrégé)
1 réduire en petite monnaie;
2 fig. gaspiller, dissiper.
Étymologie: ἀπό, κερματίζω.
Spanish (DGE)
(ἀποκερμᾰτίζω) 1 despedazar, dividir fig. εἰς ἑαυτὰς τὴν ὅλην del alma, Porph.Sent.37.
2 deshacer, disipar (τὸν βίον) AP 7.607 (Pall.).