ἄρκυς

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρκῠς Medium diacritics: ἄρκυς Low diacritics: άρκυς Capitals: ΑΡΚΥΣ
Transliteration A: árkys Transliteration B: arkys Transliteration C: arkys Beta Code: a)/rkus

English (LSJ)

(ἅρκ- Et.Gen., cf. Paus.Gr.Fr.73), υος, ἡ: pl., nom. and acc., ἄρκυες, -υας, Att. acc. ἄρκυς (v. infr.):—

   A net, hunter's net, A.Ag.1116, Ch.1000: more freq. in pl., ἐξ ἀρκύων πέπτωκεν Id.Eu.147 (lyr.); ἀρκύων μολεῖν ἔσω E.Cyc.196; ἄρκυς ἱστάναι to set nets, X.Cyn.6.5; διωκόμενον τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς ib.10; πλεξάμενος ἄρκυς Ar.Lys. 790: metaph., ἄρκυες ξίφους the toils, i. e. perils, of the sword, E.Med. 1278.    2 woman's hair-net, Hsch.

German (Pape)

[Seite 354] υος, ἡ, nach Eust. Od. 1535, 38 ἅρκυς, das Netz, Jagdnetz, Her. 7, 85; Plat. Legg. VIII, 844 e; übertr., Fallstrick, Gefahr, ἄρκυες ξίφους, Gefahr, durchs Schwert zu sterben, Eur. Med. 1278; vgl. Herc. fur. 729.

French (Bailly abrégé)

υος (ἡ) :
1 rets, filet de chasse;
2 fig. αἱ ἄρκυες piège, embûche.
Étymologie: DELG aucune étym. sûre.

Greek Monolingual

ἄρκυς (-υος), η (Α)
1. κυνηγετικό δίχτυ
2. φρ. «ἄρκυες ξίφους» — οι κίνδυνοι του ξίφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. Ο τ. ανάγεται στην ΙΕ.ρίζα arqu- «λυγισμένο, καμπυλωτό» και, κατά μία άποψη, συνδέεται με τη λ. άρκευθος καθώς και με τις σλαβικές λέξεις που δηλώνουν την ιτιά (πρβλ. ρωσ. rokita σερβ. rakita, τσεχ. rakyta < ΙΕ. arqū-tᾱ, απ' όπου και το λεττ. erkuls «αδράχτι»). Εξάλλου ο τ. άρκυς σχετίζεται πιθ. με την αράχνη, ενώ δεν μπορεί να γίνει παραδεκτή η άποψη ότι η λ. αποτελεί δάνειο από ανατολικές γλώσσες.
ΣΥΝΘ. αρχ. αρκυστασία, αρκυστάσιον, αρκύστατος, αρκυωρός].