ψαμμίτης

From LSJ
Revision as of 06:29, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψαμμίτης Medium diacritics: ψαμμίτης Low diacritics: ψαμμίτης Capitals: ΨΑΜΜΙΤΗΣ
Transliteration A: psammítēs Transliteration B: psammitēs Transliteration C: psammitis Beta Code: yammi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,

   A from sand, δόρπος AP9.551 (Antiphil.).    2 (sc. ἀριθμός) name of a treatise (Arenarius) by Archimedes.    II ὗς ψαμμῖτις

   A sand-eel, Archestr.Fr.22.2.

German (Pape)

[Seite 1391] ὁ, fem. ψαμμῖτις, von Sand, sandig; δόρπος Antiphil. 45 (IX, 551); Archestr. bei Ath. VII, 327 f.

Greek (Liddell-Scott)

ψαμμίτης: -ου, ὁ, ὁ ἐξ ἄμμου, ἀμμώδης, Ἀνθ. Παλατ. 9, 551· ― ὄνομα πραγματείας τινὸς (Arenarius) τοῦ Ἀρχιμήδους. ΙΙ. ὗς ψαμμῖτις, ἔγχελυς τῆς ἄμμου, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 326F.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
de sable.
Étymologie: ψάμμος.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και ψαμῑτις, -ίτιδος, ἡ, Α
νεοελλ.
(πετρογρ.) ιζηματογενές πέτρωμα αποτελούμενο από κόκκους άμμου συνενωμένους με ορυκτή συνδετική ύλη (α. «αργιλικός ψαμμίτης» β. «ασβεστολιθικός ψαμμίτης» γ. «πυριτικός ψαμμίτης»)
αρχ.
1. ως επίθ. αυτός που αποτελείται από άμμο, αμμώδης
2. ως κύριο όν. Ψαμμίτης
(ενν. Αριθμός) τίτλος πραγματείας του Αρχιμήδους
3. φρ. «ὗς ψαμμῑτις» — χέλι που ζει στην άμμο (Αρχέστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψάμμος «άμμος» + επίθημα -ίτης /-ῖτις (πρβλ. σελην-ίτης)].